Ἕνα Σάββατο βράδυ,
Μιὰ Κυριακὴ πρωί...
Ὁ Μπουκουβάλας ὁ μικρὸς κι ὁ Κλὴς τοῦ Τσαγκαράκη
Κι ὁ Νίκος τοῦ Βρανᾶ,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, τὸ ῾ρίχναν στὸ μεράκι,
Στοῦ Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.
Κι ὡς ἤσανε ἀρχοντόπουλα κ᾿ οἱ τρεῖς, στὸ κέφι ἀπάνω,
Στέλναν γιὰ τὰ βιολιά,
Καὶ μὲς σὲ λίγο βλέπανε τὸν Κατσαρὸ τὸν Πάνο,
Καὶ πίσω τὸ Θανάση Μπαταριᾶ.
Κι ἀμέσως μὲ τὸ βιολιτζὴ καὶ μὲ τὸ λαουτέρη,
Καὶ μ᾿ ἕναν πιφιρτζῆ,
Γιὰ τὸ βιλούχι κίναγαν τοῦ Κώστα Καλιαντέρη,
Ποὺ σίγουρα τὸν εὕρισκαν ἐκεῖ.
Κι ὁ Κώστας, λαγοκοίμητος, πάντα μὲ τὴν ποδιά του,
Τοὺς δέχονταν ὀρθός,
Καὶ τὸ τραπέζι ἑτοίμαζε πρὸς τὰ᾿ ἁρμυρίκια κάτου,
Στῆς ἅπλας λιμνοθάλασσας τὸ φῶς.
Κι ὡς νὰ στρωθῇ καὶ νὰ σιαχτῇ, καὶ νὰ συγκαιριστοῦνε
Τά ῾ργανα, σιγαλὰ
Τὰ λιανοτράγουδα ἄρχιζνα, τὰ γιαρεδάκια, ὁποῦ ῾ναι
Καθὼς τὰ προσανάμματα στὴ στιά.
Μὰ στὸ τραπέζι ὡς κάθουνταν, κι ἄνοιγεν ἡ φωνή σου,
Μεγάλε Μπαταριᾶ!
Στὸ τρίτο κρασοπότηρο, πουλιὰ τοῦ Παραδείσου
Ξυπνούσανε κι ἀηδόνια στὰ κλαδιά.
Καὶ λίγο λίγο ὡς γύριζες μὲς στὸ τραγούδι, ὢ θάμα!
Παλληκαριές, καϋμούς,
Τ᾿ ἀρματολίκι ἀνέβαζες καὶ τὴν ἀγάπη ἀντάμα,
Στ᾿ ἀστέρια, στὸ φεγγάρι, στοὺς Θεούς.
Κ᾿ ἐκεῖθε, ποὺ δὲν ἔφτανε κανένας, κ᾿ ἡ ἀνάσα
Πιάνονταν ὡς κι αὐτή,
Κ᾿ ἐκεῖθε ἀλέγρα, παίζοντας, σκαλὶ σκαλὶ τὰ μπάσα,
Κατέβαινε ἡ γαλιάντρα σου ἡ φωνή.
Κι ὅπως ἐτύχαινε συχνά, σὲ τέτοια γλέντια νά ῾ναι
Καλοκαιριοῦ χαρά,
Καὶ ὁ κόσμος ἔξω, τὰ νερὰ καὶ οἱ κάμποι νὰ εὐωδᾶνε
Κι ὅλα μαζὺ νὰ σπρώχνουν δυνατά,
Καὶ τὴν πιὸ λίγο ἀνάθαρρῃ, παρέκει νὰ πατήσει,
Ν᾿ ἀκούσει καὶ νὰ δεῖ, -
Δὲν ἔμενε εἰκοσόχρονη ποὺ νὰ μὴν ξεπορτίσει,
Καὶ χήρα νιὰ στὸ δρόμο νὰ μὴ βγεῖ.
Κι ὅσες ἀκόμα, οἱ ἄπλερες, δὲ βόλιε νὰ φτερίσουν,
Σὲ μάντρες καὶ σὲ αὐλές,
Τὰ κοχυλάκια αὐτάκια τους στυλῶναν νὰ γροικήσουν,
Τὰ μάτια τους νὰ ρίξουν σαϊτιές.
Καὶ τὰ τραγούδια, ἀέρηδες δροσιᾶς μαζὺ καὶ λαύρας,
- ὁ δόλιος ὁ σεβντᾶς!
Πότε τὶς φλόγες ἔφερναν, καὶ πότε μιᾶς ἀνάβρας
Τὸ ράντισμα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.
Μὰ ἐκεῖ ποὺ πέλαγο ἡ φωνὴ σάλευε πιὰ τὰ φρένα,
Κι ὁ πλανταγμένος νοῦς,
Ποῦ πήγαινε, δὲν ἤξερε, μὲ τὰ φτερὰ χαμένα,
Σ᾿ ἀναθυμιὲς καὶ πόθους ὠκεανούς,
Καθὼς ἡ νύχτα ἐθάμπιζε, καὶ τῆς αὐγῆς ἡ χάρη
Σπίθιζ᾿ ἀντικρινά,
Ξάμωνε ὁ Μπαταριᾶς μὲ μιᾶς καὶ πέταε τὸ δοξάρι,
Μὲ τὸ στερνό του βόγκο, στὰ νερά.
Καὶ ἀσηκωμένος, γνεύοντας νὰ ἑτοιμαστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι
Καὶ σκύβοντας στοὺς τρεῖς
Νιόβγαλτους καλεστάδες του, πού ῾χανε τὸ κεφάλι
Γεμάτο ἀπὸ καπνοὺς ἀποβραδίς,
Τοὺς ἔλεγε, ξενέρωτους, πὼς δὲν ἦταν ἡ τάξη,
Πρωὶ καὶ Κυριακή,
Νὰ δοῦν παιδιὰ ποὺ τά ῾χανε μὴ βρέξει καὶ μὴ στάξει,
Μπλεγμένα στὰ βιολιὰ καὶ στὸ κρασί.
Κ᾿ ἐνῷ τοὺς ἔλεγαν αὐτά, κ᾿ οἱ γύρω παρωρίτες,
Σὰ σ᾿ ὑπνοφαντασιά,
Παίρναν τὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, οἱ ἀπανωπαζαρίτες,
Κι οἱ κάτω, τὰ ντερσέκια τὰ στενά,
Μέσα στ᾿ ἀνάφλογο τὸ φῶς, ἄρχιζαν κ᾿ οἱ καμπάνες,
Ποὺ φάνταζαν χρυσές,
Καὶ τὰ κορίτσια ἐμπαίνανε νὰ κοιμηθοῦν, κ᾿ οἱ μάνες
Ξαλλάζανε νὰ πᾶν στὶς ἐκκλησιές..
Η μυγδαλιά, Γεώργιος Δροσίνης
Εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιά
με τα χεράκια της
κ εγέμισ από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.
Αχ! χιονισμένη σαν την είδα την τρελλή
γλυκά τη φίλησα,
της τίναξα τα άνθη απ την κεφαλή
κ έτσι της μίλησα:
-Τρελλή, να φέρης ς τα μαλλιά σου τη χιονιά
τί τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θε ναρθή η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παληά
τα παιχνιδάκια σου,
κοντή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.