Αύγουστος 1949. Είναι ο μήνας που έχει καταγραφεί στην ιστορία του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος στην Ελλάδα ως μήνας της τελικής αναμέτρησης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και του στρατού του καθεστώτος της πλουτοκρατίας, του στηριγμένου στον αγγλικό και στη συνέχεια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Μιας αναμέτρησης που έληξε με ήττα του ΔΣΕ και συντεταγμένη υποχώρηση των δυνάμεών του. Η τελική σύγκρουση ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου και ολοκληρώθηκε στις 30 του ίδιου μήνα. Ετσι έληξε ο εμφύλιος πόλεμος και η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ, για τη λαϊκοδημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας.
Για το ζήτημα της εξουσίας
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) έχει αποτελέσει μέχρι σήμερα και συνεχίζει να αποτελεί βασικό στόχο κατασυκοφάντησης από τις κάθε λογής αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας. Τα όσα γράφτηκαν και γράφονται από τους νικητές του 1949 επιβεβαιώνουν απόλυτα την ορθότητα και το βαθύτερο νόημα της φράσης του Λένιν ότι: «Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει "αμερόληπτη" κοινωνική επιστήμη σε μια κοινωνία χτισμένη πάνω στην ταξική πάλη».
Αυτή η ελεεινή προπαγάνδα κατασυκοφάντησης του ΔΣΕ αποτελεί ένα από τα πιο προσφιλή όπλα της αστικής τάξης στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα δε μετά την αντεπανάσταση, προκειμένου να στείλει στο πυρ το εξώτερον την ταξική πάλη της εργατικής τάξης και, προπαντός, την πολιτική πάλη για το ζήτημα της εξουσίας. Προκειμένου να φρενάρει όσο γίνεται την κοινωνική απελευθέρωση και την κατάργηση της εκμετάλλευσης και την κίνηση της Ιστορίας προς τα μπρος. Αλλωστε, η εποχή του ιμπεριαλισμού είναι εποχή της άκρατης αντίδρασης, των πολέμων, αλλά και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και το ξέρουν καλά οι κεφαλαιοκράτες. Με τη συκοφαντική προπαγάνδα κατά της λαϊκοεπαναστατικής δράσης του ΔΣΕ, επιδιώκουν ιδιαίτερα να τσακίσουν τη συνείδηση της νεολαίας, που έλκεται από κάθε τι το προοδευτικό, που μπορεί να ασπαστεί τις επαναστατικές ιδέες και να συμμετέχει στον αγώνα για ένα κομμουνιστικό μέλλον.
Ετσι προσπάθησαν και προσπαθούν να μπολιάσουν τις λαϊκές και νεανικές συνειδήσεις με τον αντικομμουνισμό και να σβήσουν από τις μνήμες τα ιδανικά και τις αξίες της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, που είχαν θεριέψει κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και νωρίτερα, και είχαν φλογίσει τις καρδιές των Ελλήνων.
Ο ένοπλος αγώνας και ο εμφύλιος πόλεμος ήταν αγώνας για την εξουσία. Ζήτημα το οποίο δε σταμάτησε να απασχολεί την πλουτοκρατία και τα κόμματά της, ούτε στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, όπως απασχολούσε επίσης και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Ουσιαστικά σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ», στο ζήτημα της εξουσίας.
Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτήν την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής, με τη διαπάλη για τη συγκρότηση της κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές.
Υπήρχε, επίσης, και ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό. Στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του, αφού ήδη από την περίοδο της κατοχής, στην Ελλάδα, άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Που μπορεί, βεβαίως, να μην αγκάλιαζε τα τότε αστικά κέντρα, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και κυβέρνηση, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Αλλά και μετά την ήττα του κινήματος το Δεκέμβρη του 1944 και την υπογραφή στην απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει, αλλά δεν είχε ανατραπεί ολοκληρωτικά σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων.
Να σημειώσουμε επίσης ότι το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι θεμελιακές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων. Η Σοβιετική Ενωση, λόγω του αποφασιστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει στη συντριβή του φασισμού και στην απελευθέρωση των ευρωπαϊκών λαών, βγήκε από τον πόλεμο με εξαιρετικά ενισχυμένο το κύρος της και με διευρυμένη την επιρροή της. Συνέβαλε, παράλληλα, στην απόσπαση από τον καπιταλισμό μιας σειράς χωρών στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία που ακολούθησαν πολύ γρήγορα το δρόμο του σοσιαλισμού, καθώς και στην άνοδο του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που οδήγησε στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος.
Η απόφαση των Αγγλων για εισβολή στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, η ιδέα της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της Συνάντησης στο Κεμπέκ του Καναδά του Βρετανού πρωθυπουργού και του Αμερικανού Προέδρου Ρούσβελτ, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως η θέση του ΕΑΜ για φιλολαϊκές και σύμφωνα με τη θέληση του ελληνικού λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις είχαν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να χειραγωγήσει τις εξελίξεις. Οπως έγραφε σχετικά ο ίδιος ο Τσόρτσιλ: «Σκέφτηκαν στην αρχή ότι ήταν υποχρεωμένοι να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης». Και όπως σημείωνε στις 29 Σεπτέμβρη του 1943, είχε θεωρηθεί απαραίτητη η αποστολή στην Ελλάδα 5.000 Βρετανών στρατιωτών, «εάν οι Γερμανοί την εγκαταλείψουν με θωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα». Σε σχετικό, εξάλλου, τηλεγράφημα προς τον υπουργό των Εξωτερικών Αντονι Ιντεν, το Νοέμβρη του 1943, τόνιζε ότι «θα έπρεπε το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή».
Η απόβαση στρατού των Αγγλων στην Ελλάδα δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας. Το γεγονός αυτό το ομολόγησε άλλωστε και ο Τσόρτσιλ με την ακόλουθη δήλωσή του στις 8 Δεκέμβρη 1944, στη Βουλή: «Τα αγγλικά στρατεύματα πραγματοποίησαν εισβολή στην Ελλάδα, η οποία δεν υπαγορευόταν από πολεμική αναγκαιότητα, επειδή η κατάσταση των Γερμανών στην Ελλάδα από καιρό είχε καταστεί απελπιστική» («Τάιμς του Λονδίνου», 9 Δεκέμβρη 1944).
Ο Τσόρτσιλ ήρθε σε συνεννόηση και με τη γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολυνθούν σ' αυτό το σκοπό. Συμφώνησαν, λοιπόν, ν' αφεθούν ανενόχλητα τα γερμανικά στρατεύματα κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα να παραχωρήσουν οι Γερμανοί στους Εγγλέζους τη Θεσσαλονίκη.
Το γεγονός αυτό περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Αλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ 1946-1949», σελ. 36, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ο αστικός πολιτικός κόσμος
Η αστική προπαγάνδα στην ολομέτωπη επίθεσή της στο ΚΚΕ χρησιμοποιεί τη θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές το Μάρτη του 1946, ως στοιχείο που τεκμηριώνει ότι το ΚΚΕ επέλεξε το δρόμο της ένοπλης πάλης σε αντιπαράθεση με τις εκλογές. Τα ίδια λένε και οι οπορτουνιστές, προβάλλοντας την άποψη ότι η συμμετοχή στις εκλογές, αφενός θα απέτρεπε τον ένοπλο αγώνα και αφετέρου θα άνοιγε ο δρόμος για την «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη», αφού θα εξέλεγε 100-120 βουλευτές.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος μεθόδευσε τις εκλογές σε χρόνο και με τρόπο που θα έδινε αποτελέσματα συντριπτικά υπέρ των αστικών κομμάτων. Σε τέτοιου είδους εκλογές και ο «κεντρώος» Σοφούλης εμφανίστηκε αρχικά αντίθετος, αλλά στη συνέχεια συγκατένευσε.
Σε ποιες συνθήκες, όμως, έγιναν οι εκλογές; Εγιναν 14 περίπου μήνες μετά τη Βάρκιζα, μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, ενώ 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες - καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667» (Στη δίνη του εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166 Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ξεκαθαριστεί, διατηρούνταν ακόμη οι προπολεμικοί και με βάση αυτούς έγιναν οι εκλογές. Χώρια οι διπλοψηφίες και οι τριπλοψηφίες. Και τελικά, παρ' όλα αυτά, «στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510 ψηφοφόροι, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ, ο οποίος είχε στείλει 1.200 παρατηρητές, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%! («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τ. Α', σελ. 551).
Οσοι υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμμετοχή του ΕΑΜ στις εκλογές θα του έδινε τη δυνατότητα να εκλέξει 100 - 120 βουλευτές (σε σύνολο 354 τότε), είναι φανερό ότι βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. «Αν θα ήθελε κάποιος να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα για τις επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να σημειώσει την αντιφατικότητα της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης και ταυτόχρονα προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου, για να επιλέγει κάθε φορά την ορθή τακτική, και τελικά να μην μπορεί να προσδιορίζει σωστά τα καθήκοντα της κάθε ιστορικής στιγμής και να αντιλαμβάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω καθηκόντων του με πληρότητα» («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», σελ. 181-182).
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει πολύ πριν από τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1946) δεν αποφάσισε την άμεση μεταφορά του κέντρου βάρους της δράσης του Κόμματος στην ένοπλη πάλη. Αυτό το έκανε η 3η Ολομέλεια (Σεπτέμβρης 1947).
Οι ΗΠΑ σε δράση
Το 1947, οι ΗΠΑ πήραν στην Ελλάδα τη σκυτάλη από τους Αγγλους και αμέσως άρχισαν να εξοπλίζουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα και πολεμικό υλικό κατάλληλο για «ορεινές επιχειρήσεις» και κυρίως όλμους, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών και βόμβες Ναπάλμ.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μάλιστα, όχι μόνο δεν έκρυβε τότε, αλλά, αντίθετα, διαλαλούσε τους απώτερους σκοπούς της ωμής αμερικανικής επέμβασης στην Ελλάδα, τονίζοντας σχετικά:
«Διαλέξαμε την Ελλάδα (αλλά) και την Τουρκία, όχι γιατί χρειάζονται βοήθεια ή γιατί είναι λαμπρά υποδείγματα δημοκρατίας και ύπαρξης των τεσσάρων ελευθεριών, αλλά γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης Θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης» («Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1947).
Σχετικά με αυτό το θέμα, είχε μιλήσει και ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Σ. Τσάμπερλεν, ο οποίος είχε αναφέρει σε έκθεσή του ότι «ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα ήταν απλώς μια φάση, σημαντική ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης». Αλλά και ο στρατηγός Δημήτριος Ζαφειρόπουλος επιβεβαίωνε τις προθέσεις των Αμερικανών με την ομολογία του ότι η ανάμειξή τους στα ελληνικά πράγματα δεν αποτελούσε «μόνον απλήν ηθικήν ενίσχυσιν, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν».
Η ανάμειξη των Αμερικανών ήταν παντού φανερή. Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα τις κατηύθυνε προσωπικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις του 1948, για την εφαρμογή του «Σχεδίου Κορωνίς» και τον Αύγουστο του 1949, για την εφαρμογή του «Σχεδίου Πυρσός» συμμετείχαν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού. Στα γραφεία της Ασφάλειας, στην Αθήνα, εξάλλου, ήταν εγκαταστημένος ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που επέβλεπε στις συλλήψεις κομμουνιστών, αριστερών και άλλων πολιτών, ενώ ουσιαστικά τις μάχες ανάμεσα στον ΔΣΕ και στις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διηύθυναν Αμερικανοί αξιωματικοί, που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών και αργότερα των Ταξιαρχιών. Οι εξουσίες στους Αμερικανούς είχαν δοθεί συγκεκριμένα από την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφθασαν, τον Οκτώβρη του 1948 στην Αθήνα γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι υπουργοί Στρατιωτικών Ρόαγιαλ και Εξωτερικών Μάρσαλ.
Οι Αμερικανοί, όμως, πρόσφεραν στις αντιδραστικές κυβερνήσεις της Αθήνας και μεγάλη οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων. Στους αριθμούς, μάλιστα, αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί.
Αυτές ήταν οι δυνάμεις εκείνες που νίκησαν, τελικά, το Δημοκρατικό Στρατό, του οποίου εντούτοις η δράση στα τρία χρόνια της ηρωικής και άνισης πάλης του υπήρξε επική.
Οι οπορτουνιστές
Από τις ήττες και τα λάθη του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας οι οπορτουνιστές έβγαλαν εκείνα τα συμπεράσματα που ευνούχιζαν την ταξική πάλη. Αποσιώπησαν τα ουσιαστικά λάθη, ενώ απολυτοποίησαν ή μεγιστοποίησαν τη σημασία λαθών δευτερεύουσας σημασίας και χαρακτήρισαν ως λάθη σωστές πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες του ΚΚΕ.
Από την άλλη μεριά, «στολίζουν» με σωρεία κοσμητικών επιθέτων την ηγεσία του ΚΚΕ, του ΚΚΣΕ, επώνυμα ηγετικά στελέχη πολλών κομμουνιστικών κομμάτων. Συνάμα, φροντίζουν να βγάζουν «λάδι» εκείνα τα στελέχη, που τα χνότα τους ταιριάζουν με τα δικά τους, παρότι αυτά τα στελέχη ήσαν στην ηγεσία του ΚΚΕ επί 10ετίες, άρα βαρύνονται κι αυτά με ευθύνες. Περιττό, βέβαια, να πούμε ότι αφήνουν τελείως στο απυρόβλητο ηγετικούς παράγοντες του EAM που συνεργάζονταν με το ΚΚΕ. Γι' αυτό και οι αναλύσεις τους είναι μεροληπτικές, αβαθείς και αντιεπιστημονικές...
Για του λόγου το αληθές, δεν έχουμε παρά να δούμε οι νεότεροι, που δε ζήσαμε προηγούμενα γεγονότα, την αντικομμουνιστική στάση των νεοσοσιαλδημοκρατών που από το ΚΚΕ προσχώρησαν στο «Συνασπισμό». Δεν έχουμε παρά να δούμε την ουρανομήκη αναίδεια απέναντι σε μια ματωμένη πορεία ενός ηρωικού κόμματος.
Ας προσέξουμε, όμως, συγκεκριμένα την αποκήρυξη του ΚΚΕ με βάση τις δικές τους ομολογίες.
Γράφει ο Λ. Κύρκος για το Δεκέμβρη του 1944: «Ο Δεκέμβρης ως πολιτική επιλογή ήταν θανάσιμο λάθος... Η αναμέτρηση του Δεκέμβρη θα οδηγούσε σε συντριβή, άρα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποκλειστεί... Δεν έπρεπε να εμποδιστεί - από το ΚΚΕ - η πορεία προς την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, που έπρεπε να είναι ο σαφέστατος και αμετακίνητος στόχος... Εκείνο που τρόμαζε τους Εγγλέζους ήταν η μεγάλη συσπείρωση γύρω από το EAM, η πολιτική και μαζική του δύναμη... Η ελληνική αστική τάξη είναι αποφασισμένη να εξοντώσει τους κομμουνιστές... Οι Εγγλέζοι, και αν αποτύχαιναν να σύρουν στην παγίδα το EAM, πάλι θα έκαναν το παν για να εμποδίσουν την ομαλή πορεία προς τις εκλογές» («Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»), σελ. 119, 128, 129, 130).
Μέσα σε λίγες γραμμές, υπάρχουν ένα σωρό αντιφάσεις που δείχνουν τα αδιέξοδα της οπορτουνιστικής σκέψης. Παράλληλα, παραγνωρίζονται βασικά ζητήματα.
Πρώτον, ότι ακριβώς η πολιτική της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης ήταν η πρόθεση και η πρακτική της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ. Οταν η τέτοια πρακτική διακόπηκε το Δεκέμβρη (για να ξανασυνεχιστεί αμέσως μετά) αυτό έγινε αναγκαστικά και απροετοίμαστα, επειδή η σύγκρουση επιβλήθηκε.
Δεύτερον, ότι το βασικό πρόβλημα της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν «η αδυναμία της να δει έγκαιρα και να συνδυάσει, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, το καθήκον της εθνικής απελευθέρωσης με την ταυτόχρονη αντιμετώπιση του προβλήματος της εξουσίας» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α' , σελ. 500, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).
Το πρώτο λάθος απορρέει από το δεύτερο.
Στην ίδια λογική κινείται η επιχειρηματολογία και άλλων, τόσο για το Δεκέμβρη, όσο και για τον Εμφύλιο πόλεμο που και αυτός χαρακτηρίζεται από τον Λ. Κύρκο «μοιραίος», όπως και ο Δεκέμβρης.
«Για δύο κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης ακούς τη λέξη "λάθος"! Το γιατί οδηγούνται σε αυτό το συμπέρασμα είναι φανερό. Αποτελεί απόρροια της γενικότερης επιλογής τους σε σχέση με το στρατηγικό στόχο τους. Για τον ίδιο λόγο μεγιστοποιούν το λάθος της αποχής του ΚΚΕ από τις βουλευτικές εκλογές του 1946. Το θεωρούν καθοριστικό για τις παραπέρα αρνητικές εξελίξεις, παραγνωρίζοντας το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945). Αλλά και ως προς την τελευταία, δεν είναι πάντα απόλυτα σαφείς όλοι τους. Τη θεωρούν λάθος - όπως και ήταν - ή όχι; Αν όχι, δε χρειάζονται τα δάκρυα για την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Αν ναι, πώς συμβιβάζεται αυτό με την αντίληψή τους για πάση θυσία εμμονή στις εκλογικές διαδικασίες»; (Συλλογή κειμένων, που εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή» υπό τον τίτλο «Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός»).
Ο ρόλος των κομμάτων του «Κέντρου»
Ενα από τα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου ήταν η προτίμηση της άρχουσας τάξης και των Αγγλοαμερικανών στα κόμματα του «Κέντρου» ως διαχειριστών της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν ήταν τυχαία επιλογή.
Μ' αυτά τα κόμματα, αυξάνονταν οι αυταπάτες σε μικροαστικά στρώματα για τη δυνατότητα ομαλών και φιλολαϊκών εξελίξεων, δημιουργούσαν ρήγματα στη λαϊκή συμμαχία, ενισχύοντας τις συμμαχίες της άρχουσας τάξης.
Ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα και τις πολιτικές εξελίξεις της τότε περιόδου.
«Στην κυβέρνηση της λεγόμενης "εθνικής ενότητας" που προέκυψε από τη Συμφωνία του Λιβάνου, η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον Γ. Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι το τέλος των μαχών του Δεκέμβρη 1944. Παρέμεινε για όσο διάστημα χρειάστηκε να γίνουν ο Λίβανος, η Καζέρτα και ο Δεκέμβρης. Και μετά, αφού δεν είχε πια να δώσει το ελάχιστο, ως πρωθυπουργός, αντικαταστάθηκε. Αλλά αντικαταστάθηκε από έναν άλλον "κεντρώο" παράγοντα: Τον Νικ. Πλαστήρα. Ο τελευταίος ήταν ίσως ο ιδανικότερος να συντελέσει στην παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ. Εχοντας, μάλιστα, ως υπουργό του των Εξωτερικών τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο, επιφανή σοσιαλδημοκρατική προσωπικότητα, μπορούσε να οδηγήσει πιο ομαλά στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ηταν πιο ...φερέγγυοι, σε σύγκριση με άλλους, για την "πιστή τήρησή" της!
Οταν υπογράφτηκε και η Συμφωνία της Βάρκιζας, ήταν φανερό ότι τελείωνε και η θητεία της κυβέρνησης Πλαστήρα, που διήρκεσε σχεδόν τρεις μήνες. Και όντως, στις 7 του Απρίλη 1945, ο Πλαστήρας αποπέμφθηκε. Σχηματίστηκε η κυβέρνηση του ναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη, την οποία στήριξε και το "Κόμμα των Φιλελευθέρων", για ν' αποσύρει τη στήριξη λίγο καιρό αργότερα και ν' αρχίσουν απανωτές και αποτυχημένες προσπάθειες σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Ηταν χαρακτηριστική και εδώ η επιμονή να δημιουργηθούν κυβερνήσεις με "κεντρώο" πρόσωπο. Τελικά, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Θεμ. Σοφούλη και ανέλαβε τη διεξαγωγή των εκλογών βίας, νοθείας και αιματηρής τρομοκρατίας της 31ης του Μάρτη 1946.
Από τις εκλογές νικητής βγήκε το "Λαϊκό Κόμμα" του Κ. Τσαλδάρη με 55% των ψήφων! Αλλά η κυβέρνηση που σχηματίστηκε δεν υπήρξε μακρόβια, παρά την πλειοψηφία που είχε στη Βουλή. Μερικούς μήνες αργότερα, αφού πρόλαβε να κάνει το επίσης νόθο δημοψήφισμα επιστροφής του βασιλιά και να εντείνει τους διωγμούς κατά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ με το περιβόητο Γ΄ Ψήφισμα, η κυβέρνηση του "Λαϊκού Κόμματος" αντικαταστάθηκε (!) από "κεντροδεξιά" υπό τον Δημ. Μάξιμο και με τη συμμετοχή των Γ. Παπανδρέου, Σοφ. Βενιζέλου κ.ά. Ωστόσο, κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή έπεσε και η κυβέρνηση Μαξίμου.
Και τότε έσπευσαν ν' αποτρέψουν κίνηση του Κ. Τσαλδάρη να επανέλθει! Διορίστηκε κυβέρνηση των Σοφούλη - Τσαλδάρη, με πρωθυπουργό τον πρώτο, για να τα "βγάλει" πέρα στον εμφύλιο πόλεμο, να θέσει εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, την Εθνική Αλληλεγγύη και να κλείσει το "Ριζοσπάστη" και τα άλλα κομματικά και ΕΑΜίτικα έντυπα». («Ο αστικός πολιτικός κόσμος», «Ρ», 16/1/2000).
Στα 1947, ο Εμφύλιος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και διαρκεί έως τον Αύγουστο του 1949, που κατέληξε σε ήττα του κινήματος. Παρά την ήττα, όμως, ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ήταν δίκαιος, συνέχεια της ΕΑΜικής Αντίστασης και του Δεκέμβρη, ένας αγώνας που αποτελούσε μονόδρομο για το λαό και κορυφαία έκφραση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα.
«Ο αγώνας του ΔΣΕ ξεπήδησε και αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της μεγάλης όξυνσης που πήρε η ταξική πάλη στην Ελλάδα. Και ήταν αγώνας δίκαιος, αντιιμπεριαλιστικός, διεθνιστικός. Εξέφραζε ανεκπλήρωτα λαϊκά οράματα, κόντρα στην επίθεση που εξαπέλυσαν κατά του ΕΑΜικού κινήματος, κατά του ΚΚΕ, τα συνασπισμένα αστικά κόμματα. Ηταν αγώνας ενάντια στους συμμάχους της εγχώριας αστικής τάξης, στην εγγλέζικη και στην αμερικανική στρατιωτικοπολιτική και οικονομική δύναμη, στα ψυχροπολεμικά "σχέδιο Μάρσαλ" και "δόγμα Τρούμαν".
Η τρίχρονη ηρωική εποποιία του ΔΣΕ αποτελεί ανεκτίμητο κεφάλαιο του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος της Ελλάδας, κεφάλαιο που καθαγιάστηκε με τη θυσία χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών, ανδρών, γυναικών, νέων, που άλλοι δίνοντας τη ζωή τους και άλλοι τραυματίες και ανάπηροι, με το αίμα τους πότισαν κι έθρεψαν τις ρίζες μιας λαϊκοδημοκρατικής και σοσιαλιστικής Ελλάδας» («Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Ζ' σελ. 18).