Το Βερολίνο μια πόλη με δύο νομίσματα, δύο συντάγματα, τα στρατεύματα δύο αντιτιθέμενων στρατιωτικών συμμαχιών δεν είχε για 12 ολόκληρα χρόνια (από το 1949 έως το 1961) κρατικά σύνορα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1961, οπότε και χτίστηκε το τείχος, τα σύνορα όχι μόνο δεν ήταν ασφαλισμένα, αλλά ούτε καν υπό έλεγχο. Περνούσαν νοητά μέσα από δρόμους, συγκροτήματα σπιτιών, κήπους και υδάτινους δρόμους. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι τα διάβαιναν καθημερινά.Μία πόλη με μικρότερο πληθυσμό από την Αθήνα, στην οποία κυκλοφορούσαν πάνω από 10.000 Δυτικογερμανοί πράκτορες, συν χιλιάδες Αμερικάνοι της CIA, Αγγλοι της Μ16 και όλες οι μυστικές υπηρεσίες του κόσμου και φυσικά και οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, ένα πραγματικό ενεργό πολυβολείο εχθρικών δυνάμεων μέσα στην καρδιά ενός ανεξάρτητου κράτους. Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά γεννάει ερωτήματα δεν είναι η ανέγερση του τείχους, αλλά το γιατί καθυστέρησε από την πλευρά των Σοβιετικών και των Ανατολικογερμανών να θεμελιώσουν για τη ΓΛΔ το αυτονόητο, το δικαίωμα ύπαρξής της.
Οσο πλησιάζουμε προς τον Αύγουστο του 1961, οι προβοκάτσιες γιγαντώνονται. Στις 10 Ιούλη του 1961, ο δυτικογερμανικός Τύπος απαιτούσε κατά της ΓΛΔ «να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα του ψυχρού πολέμου, του πολέμου των νεύρων και του πολέμου των πυροβολισμών... Γι' αυτό, δεν χρειάζονται μόνο συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις και εξοπλισμοί, αλλά και η υπονόμευση, η θέρμανση της εσωτερικής αντίστασης, η δουλειά στην παρανομία, η αποσύνθεση της εξουσίας, το σαμποτάζ, η διατάραξη των συγκοινωνιών και της οικονομίας, η ανυπακοή, η ανταρσία [...]».
Το Μάρτη του 1961 το δυτικογερμανικό στρατιωτικό περιοδικό «Wehrwissenschaftliche Rundschau» διακηρύσσει ανοιχτά τα σχέδια της ΟΔΓ: «Επειδή έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια της Δύσης για απώθηση της Ανατολής, μας μένει μόνο η δυνατότητα της βίαιης αλλαγής του status quo». Λίγες μέρες μετά, ο Δυτικογερμανός υπουργός Ερνστ Λέμερ έσπευσε στο Δυτικό Βερολίνο για να κατευθύνει τη διεξαγωγή του ψυχολογικού πολέμου. Ταυτόχρονα, σαμποτέρ έβαλαν φωτιές σε εγκαταστάσεις του Ανατολικού Βερολίνου, στο σταθμό του ηλεκτρικού της πόλης, στη Λεωφόρο Λένιν και στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ. Μόνο τον Ιούλη, τον τελευταίο μήνα πριν την ανέγερση του τείχους, υπήρξαν 105 προκλήσεις στα σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου». Τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στη Κεντρική Ευρώπη τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού και τα δυτικά τανκς πέρασαν την Πύλη του Βρανδεμβούργου, μπαίνοντας στο έδαφος της ΓΛΔ. Αλήθεια, όλοι οι αστοί, οι οποίοι αυτές τις μέρες πανηγυρίζουν, τι θα έκαναν, αν π.χ. τα δύο τρίτα της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου ανήκαν στη Σοβιετική Ενωση με τις στρατιωτικές, φανερές και μυστικές της υπηρεσίες κι αν μάλιστα τα σοβιετικά τανκς κατευθύνονταν στους δρόμους της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου;
Ολα έδειχναν ότι κυοφορούνταν ένα νέο αντεπαναστατικό πραξικόπημα. Ετσι, μεταξύ 3 και 5 Αυγούστου, τα σοσιαλιστικά κράτη - μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας εξέδωσαν ένα ανακοινωθέν, στο οποίο αναφερόταν ότι «οι υπονομευτικές προσπάθειες στα δυτικοβερολινέζικα σύνορα πρέπει να αναχαιτιστούν και να εγγυηθούν αξιόπιστη φύλαξη και πραγματικό έλεγχο στην περιοχή γύρω από το Δυτικό Βερολίνο». Στις 13 Αυγούστου 1961, η ΓΛΔ έκανε το αυτονόητο, το οποίο ήδη είχε αργήσει πολλά χρόνια να κάνει: Θεμελίωσε διακριτά κρατικά σύνορα με την έναρξη της ανέγερσης του Aντιφασιστικού Προστατευτικού Τείχους, όπως ήταν το επίσημο όνομά του. Η ανέγερση του τείχους βεβαίως και δημιούργησε προβλήματα σε οικογενειακό επίπεδο (περιορισμός δυνατότητας επίσκεψης για ένα διάστημα κ.λπ.), αυτά όμως αποτελούσαν άμεση συνέπεια της εξωτερικής καπιταλιστικής επιθετικότητας, η οποία ανοιχτά μιλούσε ακόμα για τη μέρα Χ, για τη μέρα δηλαδή εισβολής και ανατροπής του συστήματος ενός ανεξάρτητου κράτους. Οποιοσδήποτε ξεχνάει αυτά τα στοιχειώδη και προβάλλει σε πρώτο πλάνο τις δυσκολίες επαφών μεταξύ συγγενών και φίλων, κάνει σοβαρή ιστορική λαθροχειρία. Αφού είχε εξασφαλίσει το αυτονόητο, τη διακριτή κρατική επικράτεια, η ΓΛΔ εδραίωσε την κυριαρχία της και δημιούργησε πιο ευνοϊκούς όρους για το σχεδιασμό και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας.
Η ΓΛΔ και ολόκληρο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν σε άμυνα και όχι σε επίθεση. Και μάλιστα σε άμυνα απέναντι σε έναν πανίσχυρο αντίπαλο. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει; Σύμφωνα με τους αστούς και τους οπορτουνιστές: τίποτα, έπρεπε να παραδοθεί και να ενσωματωθεί στην ΟΔΓ. Ευτυχώς, αν και καθυστερημένα, επιλέχτηκε άλλος δρόμος, ο δρόμος της άμυνας. Απέναντι στην πανοπλία των ιμπεριαλιστών πρέπει να παρατάξεις αντίστοιχα μέσα, ιδιαίτερα αν το κύριο μέτωπο της παγκόσμιας αντιπαράθεσης μεταξύ του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού βρίσκεται μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Η ΓΛΔ είχε το δικαίωμα να διαθέτει πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις και μυστικές υπηρεσίες για να αμυνθεί και να προφυλάξει το σύστημά της. Αυτό που έκαναν και τα καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η ΟΔΓ και το Ισραήλ.
Για τα θύματα του τείχους
Τι ισχύει όμως γι' αυτούς που προσπάθησαν να περάσουν στην ΟΔΓ παράνομα μέσω του τείχους; Οπως ήδη είδαμε, οι Δυτικοί ιεραρχούσαν την «προσέλκυση» ανθρώπινου δυναμικού από τη ΓΛΔ με σκοπό την πρόκληση ρήγματος στο εσωτερικό της, αλλά και με πιο άμεσο στόχο την παρεμπόδιση της οικονομικής της ανάπτυξης. Στόχευαν σε συγκεκριμένα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία ήταν τα πιο εξειδικευμένα και φυσικά τα λιγότερο πειθαρχημένα και μαχητικοποιημένα στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Οι αστοί ξέρουν πολύ καλά να παίζουν με τη διάθεση πλουτισμού και τις προσωπικές φιλοδοξίες. Ξέρουν πολύ καλά να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους την αστική, τη μη κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Οι Δυτικογερμανοί πλήρωναν πολλές φορές μισθούς καλύτερους απ' ό,τι στους δικούς τους πολίτες για να προκαλέσουν ρήγμα στη ΓΛΔ. Επίσης, πολύ μεγάλες ήταν οι φοροαπαλλαγές γι' αυτούς που πήγαιναν στην ΟΔΓ. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις, όπου Ανατολικογερμανοί, ενώ σπούδαζαν εντελώς δωρεάν στα πολύ υψηλής ποιότητας πανεπιστήμια της ΓΛΔ, έχοντας στη διάθεσή τους δωρεάν κατοικία και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τις σπουδές τους, εξασφάλιζαν υψηλές αμοιβές στα δυτικογερμανικά μονοπώλια όταν τελείωναν τις σπουδές τους και μετακόμιζαν (μέχρι να χτιστεί το τείχος το 1961) στην ΟΔΓ. Αυτό είχε ένα τεράστιο κόστος για τη ΓΛΔ. Από τη μία η ΓΛΔ χρηματοδοτούσε κάτι παραπάνω από αδρά τις εντελώς δωρεάν σπουδές και όλες τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες προς τους Ανατολικογερμανούς και από την άλλη έχανε στη συνέχεια την εργασία τους. Οι οικονομικές απώλειες μέχρι το 1961 έχουν υπολογιστεί από τον Δυτικογερμανό οικονομολόγο Fritz Baade σε 100 έως 130 εκατομμύρια μάρκα. Για ένα σχετικά μικρό γεωγραφικά και πληθυσμιακά κράτος, όπως η ΓΛΔ, το κόστος ήταν δυσβάσταχτο.
Ο πιο σημαντικός όμως παράγοντας είναι άλλος. Η αναδιοργάνωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση έχει ως αποτέλεσμα να θιγεί όχι μόνο η καπιταλιστική ιδιοκτησία αλλά και ανώτερα μεσαία στρώματα. Στη σοσιαλιστική ΓΛΔ, όπως και σε κάθε διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οξύνθηκε η ταξική πάλη, η οποία εκφραζόταν όπως πάντα σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό). Με δεδομένα τα παραπάνω, αλλά και τα οικονομικά δεδομένα που αναφέρθηκαν σε άλλες παραγράφους, συν τα πολύ σημαντικά στοιχεία της κοινής εθνικής ρίζας αλλά και των οικογενειακών, φιλικών δεσμών, συν την ελεύθερη για 12 χρόνια μετακίνηση προσώπων και την αντίστοιχη οικοδόμηση κάθε είδους ανθρώπινων σχέσεων, δημιουργήθηκε πράγματι ένα μεταναστευτικό ρεύμα προς την ΟΔΓ, το οποίο σαφώς και ενισχύθηκε και από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη ΓΛΔ που ισχυροποιούσαν στοιχεία της αγοράς σε βάρος του κεντρικού σχεδιασμού και βεβαίως συνέβαλαν και στην άμβλυνση της κομμουνιστικής συνείδησης.
Μεταξύ αυτών που προσπαθούσαν να περάσουν παράνομα στην ΟΔΓ ήταν και τα πρώην στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος με τις οικογένειές τους. Ηξεραν πολύ καλά ότι στη ΓΛΔ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γι' αυτούς, ενώ στην ΟΔΓ θα επιβραβεύονταν με την τοποθέτησή τους σε μια σειρά αξιώματα. Αυτή η μάζα ανθρώπων δεν ήταν καθόλου αμελητέα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους κάποιοι είχαν - όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Μπρεχτ - το «διαβατήριο στην τσέπη». Σύμφωνα με τις στατιστικές της ΓΛΔ, περίπου 2 εκατομμύρια πολίτες της πήγαν στην ΟΔΓ μεταξύ 1949 και 1989, περίπου το 12% του πληθυσμού της. Αυτό το κομμάτι αποτελούνταν κυρίως από νέους σε ηλικία και συνήθως μορφωμένους και ειδικευμένους εργαζόμενους, το πιο παραγωγικό δηλαδή εργατικό δυναμικό της ΓΛΔ.
Ενα ξεχωριστό κεφάλαιο ιμπεριαλιστικής σπέκουλας είναι ο αριθμός των νεκρών στα κρατικά σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Εδώ οι αριθμητικοί υπολογισμοί θυμίζουν λίγο από τα «θύματα στα γκούλαγκ». Κάθε χρόνο από το 1992 και κυρίως κάθε Αύγουστο, στην επέτειο δηλαδή ανέγερσης του προστατευτικού τείχους, οι εκτιμήσεις αυτές εκτοξεύονται, υπηρετώντας και αυτές τη δηλωμένη προσπάθεια «απονομιμοποίησης της ΓΛΔ». Ετσι, τα δικαστήρια της ΟΔΓ το 1992 έκαναν λόγο για 224 νεκρούς, το 1996 για 490, το 1997 για 1.065 νεκρούς. Στους «νεκρούς του τείχους» κατά καιρούς περιλαμβάνονταν δολοφονημένοι, πνιγμένοι στη Βαλτική Θάλασσα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Οι επίσημες ωστόσο στατιστικές για τους θανάτους σε επεισόδια στο τείχος, τόσο στις κρατικές υπηρεσίες της ΟΔΓ όσο και στη διεθνή αρθρογραφία κυμαίνονται από 86 μέχρι 200 θανάτους στις πιο ακραίες περιπτώσεις.
Ας δούμε όμως και τις ένοπλες επιθέσεις από την πλευρά του Δυτικού Βερολίνου, οι οποίες δεν είναι γνωστές. Το 1975 δημοσιεύθηκε η περίπτωση της δολοφονίας 2 συνοριακών φρουρών της ΓΛΔ από το Δυτικό Βερολίνο. Το παράξενο δεν είναι αυτό. Οι επιθέσεις και οι προβοκάτσιες από το Δυτικό Βερολίνο δεν ήταν καθόλου σπάνιες, έτσι κι αλλιώς. Το σημαντικό είναι πώς χειρίστηκε την περίπτωση το κράτος της ΟΔΓ. Στο δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε ποινής, προσφέρθηκε στον εκτελεστή μία ανθοδέσμη. Μετά από προσωπική παρέμβαση του Προέδρου της ΓΛΔ, Ερικ Χόνεκερ, στον καγκελάριο Σμιτ της ΟΔΓ και τη διεθνή γνωστοποίηση του ζητήματος, ένα άλλο δικαστήριο της ΟΔΓ καταδίκασε τον εκτελεστή, έστω και με εντελώς συμβολική τιμωρία. Το μήνυμα της ΟΔΓ ήταν καθαρό. Οι δολοφονίες και οι πυροβολισμοί από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο όχι μόνο δε θα τιμωρούνταν αλλά θα επιβραβεύονταν.
Μιλάμε λοιπόν για έναν ανοιχτό πόλεμο. Αν ακολουθήσουμε τη δική τους τακτική της αριθμολογίας μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Από το 1991 μέχρι το 2006 στο τείχος μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 5.600 άνθρωποι. Για να μην πούμε για το διαβόητο ιμπεριαλιστικό «τείχος του Σαρόν» που χωρίζει τους Ισραηλινούς από τους Παλαιστίνιους και τα καθημερινά θανατηφόρα επεισόδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου