Είκοσι ένα χρόνια απουσίας του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή συμπληρώνονται στις 11 Νοέμβρη
Ο Γιάννης Ρίτσος στον Αϊ - Στράτη, εξόριστος
Τον είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας, με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος του σπαθί, και φωτιά. Το έργο του συνδέθηκε με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους. Το διαχρονικό έργο του και η προσφορά του αποτελεί αναμφισβήτητα ευλογία, καθώς μας κληροδότησε τους στίχους εκείνους με τους οποίους θα τραγουδάμε πάντα τους αγώνες της νεολαίας και του λαού μας. Γιατί ο Γιάννης Ρίτσος, από θέση, είναι ποιητής στρατευμένος στον αγώνα του ανθρώπου για ένα δίκαιο κόσμο. Οι στίχοι του μας συντροφεύουν. Χαράζουν δρόμους, μιλούν στην ψυχή και τη συνείδηση. Η ποίησή του σαν οξυγόνο και σαν νερό. Το να «σκύβουμε» σε τέτοια κείμενα και στη ζωή τέτοιων ανθρώπων είναι σαν μια μετάγγιση αίματος, μετάγγιση ψυχής, μετάγγιση πνεύματος. Σε μια άνυδρη πνευματικά εποχή, σε μια εποχή εξαθλίωσης του λαού, την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου τη χρειαζόμαστε όσο ποτέ για να «επιβιώσουμε».
Για τον έρωτα και την επανάσταση
Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο ποιητής που ευλόγησε με τους στίχους του τον Ερωτα, την Ειρήνη, τον Αγώνα, την Επανάσταση. Το μεγαλειώδες του έργο έγινε βάλσαμο για τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό, ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έγινε κτήμα και μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο Γιάννης Ρίτσος δεν έμεινε ποτέ του στα λόγια. Ο αγωνιστικός ποιητικός του λόγος ήταν άρρηκτα δεμένος με την αγωνιστική του δράση. Γιατί απλά - πολύ απλά ό,τι έπραξε με το έργο του ο Γιάννης Ρίτσος ήταν αυτό που αντιλαμβανόταν ως χρέος του πνευματικού εργάτη, γιατί την αξία της ποίησης την ένιωθε στην αξία της πράξης σαν γνήσιος κομμουνιστής. Για τον Γιάννη Ρίτσο, «Το χρέος των ποιητών» είναι... ένα. Δίπλα στο λαό, ένα με το δίκιο.
«Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια. Αλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο. Αλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.
»Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη. Αλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα. Αλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.
»Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται. Αλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια. Αλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.
»Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία. Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.
»Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα - όπλα πεταμένα στο χώμα κι όπλα στραμμένα στην καρδιά τού εχθρού.
»Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου - κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή - δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.
»Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ.
»Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες - πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
»Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά, κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Από το προσωπικό του αρχείο, με τον Λουί Αραγκόν και την Ρούλα Κουκούλου
»...Ενα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
»...Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου, ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, - τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.
»Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα, - ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
»Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διάδρομους της Μπίστριτζας.
»Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τους σταυρωμένα, σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα - διακόσμηση ξένων παλατιών - με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους.
»Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του, ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του».
Για τον έρωτα και την επανάσταση
Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο ποιητής που ευλόγησε με τους στίχους του τον Ερωτα, την Ειρήνη, τον Αγώνα, την Επανάσταση. Το μεγαλειώδες του έργο έγινε βάλσαμο για τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό, ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έγινε κτήμα και μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο Γιάννης Ρίτσος δεν έμεινε ποτέ του στα λόγια. Ο αγωνιστικός ποιητικός του λόγος ήταν άρρηκτα δεμένος με την αγωνιστική του δράση. Γιατί απλά - πολύ απλά ό,τι έπραξε με το έργο του ο Γιάννης Ρίτσος ήταν αυτό που αντιλαμβανόταν ως χρέος του πνευματικού εργάτη, γιατί την αξία της ποίησης την ένιωθε στην αξία της πράξης σαν γνήσιος κομμουνιστής. Για τον Γιάννη Ρίτσο, «Το χρέος των ποιητών» είναι... ένα. Δίπλα στο λαό, ένα με το δίκιο.
«Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια. Αλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο. Αλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.
»Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη. Αλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα. Αλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.
»Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται. Αλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια. Αλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.
»Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία. Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.
»Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα - όπλα πεταμένα στο χώμα κι όπλα στραμμένα στην καρδιά τού εχθρού.
»Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου - κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή - δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.
»Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ.
»Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες - πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
»Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά, κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Από το προσωπικό του αρχείο, με τον Λουί Αραγκόν και την Ρούλα Κουκούλου
»...Ενα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
»...Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου, ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, - τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.
»Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα, - ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
»Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διάδρομους της Μπίστριτζας.
»Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τους σταυρωμένα, σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα - διακόσμηση ξένων παλατιών - με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους.
»Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του, ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του».
Αθάνατος και πάντα παρών
Το έργο του πολύπλευρο και πολυσήμαντο, ογκώδες, αλλά όχι φλύαρο ή ανάξιο προσοχής, αναγνωρισμένο σε όλο τον κόσμο, είναι αυτό που τον κάνει αθάνατο και πάντα παρόντα, στη ζωή μας, στους αγώνες για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη.
..Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι...
(...)
Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες
σωπαίνει κι o πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του
Και πα στην πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος, της λευτεριάς ταμένος...
Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού. Ποιος είναι, λοιπόν, ο Γιάννης Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός, που ρουφάει μ' όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα όλο τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ' όλα τ' αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής, που «απωθεί» και «θεώνεται»; `Η, μήπως, ο βαθιά υπαρξιακός, που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό του διάλογο με το χρόνο και το θάνατο;
Ο Γιάννης Ρίτσος, είναι αυτός, που μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της Ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία... Οπως φαίνεται και στην «Ισμήνη», ο χρόνος και η εποχή δεν έχουν σημασία, γιατί στο πρόσωπο της Ισμήνης ο ποιητής ζωντανεύει μια ανθρώπινη ύπαρξη με όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο...
Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι...
Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου:
«Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε / αδελφέ μου, από τον κόσμο / εμείς τραγουδάμε / για να σμίξουμε με τον κόσμο». Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του: «Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι». Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».
Ο λόγος του ποιητή, ισχυρός, επιβεβαιώνει τη μεγαλοσύνη του όχι μόνο μέσα από την ομορφιά της ποίησής του αλλά και μέσα από τα θεατρικά του κείμενα που επαναφέρουν την αρχαιοελληνική έννοια του ποιητή, όπως αποκαλούσαν τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή. Η ποίηση των θεατρικών του έργων, επηρεασμένων βαθιά από την ποίηση των μεγάλων τραγικών, μας θυμίζει τα λόγια ενός άλλου μεγάλου, του Λουί Αραγκόν: «Κάθε φορά που μου φέρνανε στίχους, καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα πάντοτε όπως και την πρώτη φορά, ανίκανος να κυριαρχήσω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου... Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος, μ' ακούτε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ' τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα το συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας...» (Από το κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Les Lettres Francaises», 1971).
Οι θεατρικοί του μονόλογοι είναι αρχαιόθεμοι, όμως, ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο-ιστορικές εμπειρίες. Λιτός, συχνά αινιγματικός, καταγράφει τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Και όλα με μια οπτική γωνία τέτοια, που εκφράζει τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις, τα προσωπικά του βιώματα, τις απόψεις του γύρω από τα σοβαρά προβλήματα της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας.
...«πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»
Η «Ελένη» του, παραδείγματος χάρη, ζει σε μια παλαιά αρχοντική μονοκατοικία με κήπο και αγάλματα, στα πρόθυρα της κατάρρευσης: φθορά, ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι, ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα... η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο... σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα. Στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ' τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Ο διστακτικός επισκέπτης χτυπά το κουδούνι, του ανοίγουν ύστερα από κάποια καθυστέρηση. Ακολουθεί η περιγραφή του εσωτερικού, όπου έχουμε την εικόνα της θλιβερής Κρεβατοκάμαρας - εδώ κατά ειρωνικό τρόπο βρίσκεται η σκηνή του δράματος - με την ασάλευτη, καθισμένη στο κρεβάτι της Ελένη. Μετά το μακρύ μονόλογό της, όταν γέρνει το κεφάλι και αποκοιμιέται, ο επισκέπτης εγκαταλείπει το σπίτι μέσα σ' έναν αόριστο φόβο. Ομως, οι φωνές των υπηρετριών, τον επαναφέρουν πίσω: Η Γριά γυναίκα δεν κοιμάται, έχει πεθάνει. Ακολουθεί η λεηλασία του σπιτιού, ο ερχομός της αστυνομίας και η μεταφορά της νεκρής στο Νεκροτομείο. Μόνο τότε φεύγει ο Επισκέπτης, μέσα στο φεγγαρόφωτο κι εκείνος, όπως και ο Νέος της Σονάτας, αλλά χωρίς την αισιοδοξία του Νέου: «Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω από το σφραγισμένο σπίτι. Και ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι».
Ενα από τα μυθολογικής αφετηρίας μεν, σύγχρονης αλληγορίας δε, ποιητικά θαύματα της «Τέταρτης Διάστασης» αποτελεί και ο «Αίαντας», στον οποίο η αναμόχλευση της μνήμης σημαίνει οδύνη, μέτρημα των πληγών και βαθύτερο μάτωμά τους. Ο Ρίτσος, χρησιμοποιώντας ως βάση του ποιητικού έργου του τον γενναίο, προδομένο από τους συμπολεμιστές του και, τελικώς, από απελπισία αυτόχειρα μυθικό ήρωα, ο Ρίτσος μετεικόνισε όλους τους προδομένους, πικραμένους αγωνιστές της νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας μας. Τα περασμένα κλέη του όχι μόνο δεν παρηγορούν μια περήφανη, γενναία, «φλεγόμενη» φύση σαν τον Αίαντα, αλλά αντίθετα βαθαίνουν τις πληγές του, την ακύρωσή του ως πολεμιστή, τη μοναξιά και απομόνωσή του και τον οδηγούν στην «τρέλα» της λυτρωτικής αυτοχειρίας.
«Εμείς οι νεότεροι που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα, με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο, γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ' άλλο σημείο του σώματος - πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα. Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε - ποιος τους την ζήτησε; Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»... («Φιλοκτήτης», Αθήνα, Σάμος, Μάης 1963 - Οχτώβρης 1965).
Αχ, κόσμε μου, παιδί μου
Ο «Ορέστης», έργο γραμμένο το 1966, αναφέρεται στην επιστροφή του γιου του Αγαμέμνονα στο Αργος, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του, να σκοτώσει δηλαδή την μητέρα του και τον εραστή της. Ο ποιητής ανατρέπει το μύθο και παρουσιάζει έναν Ορέστη διαφορετικό από αυτόν των μεγάλων Τραγικών, ολοκληρωτικά αντίθετο με τις απόψεις της αδελφής του Ηλέκτρας που ζει για την εκπλήρωση της τιμωρίας, πάντα όμως με συνοδοιπόρο και συνεργό τον επιστήθιο φίλο του Πυλάδη, διόλου εκδικητικό και εναντίον των δολοφονικών αντιποίνων. Ο Ορέστης του Γιάννη Ρίτσου δεν πιστεύει καθόλου πως με έναν ακόμη φόνο θα δικαιωθεί και θα ησυχάσει το Αργος. Πίσω από την αναφορά του ποιητή στην «αρχαία βασιλική οικογένεια» και την τραγική της ιστορία, διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με το καθήκον που του επιβάλλουν. Του καθήκοντος που είναι αντίθετο με το συναίσθημα και την προσωπική του θέση, και το οποίο καλείται να εκπληρώσει και να υπηρετήσει. Η αγωνία, η αγάπη για την πατρίδα του, καθώς και η προσδοκία του για διακοπή των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ αδελφών, είναι διάχυτες στο έργο.
Αλλά και στις «Μαντατοφόρες» (Γυάρος, Σάμος Μάης 1967 - Δεκέμβρης 1969) είναι προφανής ο πόνος του ποιητή για ελευθερία, γι' αυτήν που αγωνίστηκε σ' όλη του τη ζωή. Προφανής κι η αγάπη του για τον κόσμο, για τον λαό, που νιώθει να είναι το παιδί του. «Αχ, ν' ακουστούν τα σμπάρα την αυγή και να λακήσουν τα τσακάλια - Αχ, και να δούμε τα σινιάλα της φωτιάς από λοφίσκο - Αχ, να βουίξει Ανάσταση καταμεσής του δρόμου κι ούλοι οι άνθρωποι ν' αγκαλιάζουνται, να φιλιούνται, κι οι καρδιές απ' τη χαρά τους κοκκινοβαμμένες σαν τα λαμπριάτικα τ' αυγά - και να χτυπάει η μια την άλλη - κόκκινο αυγό η καρδιά μας να χτυπά σ' αδελφικές καρδιές κι ας σπάει»... ΟΛΕΣ: Αχ, κόσμε, κόσμε μου, παιδί μου, τούτος ο πόνος μες στα σωθικά μας είναι που σε γεννάμε πάλι. Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμψαμε όλες - Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμπεις, κόσμε, γιε μας».
...να 'σαι ήσυχος...
Η αγωνιστική, ανθρώπινη και δημιουργική μεγαλοσύνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί πια δεδομένο αδιαμφισβήτητο. Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, ενάντια στον πόλεμο, στον καπιταλισμό και στην αστική ηθικολογική υποκρισία, τον καταξίωσε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου.
Η υπόσχεση του Γιάννη Ρίτσου προς τον αγωνιστή Βούλγαρο λογοτέχνη Γιορντάν Γιόφκωφ, υπόσχεσή δική μας προς τον δικό μας αγωνιστή ποιητή...
...«Γιορντάν Γιόφκωφ, να 'σαι ήσυχος - τ' άσπρα σου χελιδόνια
κάθονται στην αυλή του Μουσείου της Επανάστασης
ανεβαίνουν τις σκάλες
κάθονται ανάμεσα στα σοβαρά γένια του Μπλαγκόβιεφ
όπως κάθεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις έγνοιες των αγωνιστών»...
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Το έργο του πολύπλευρο και πολυσήμαντο, ογκώδες, αλλά όχι φλύαρο ή ανάξιο προσοχής, αναγνωρισμένο σε όλο τον κόσμο, είναι αυτό που τον κάνει αθάνατο και πάντα παρόντα, στη ζωή μας, στους αγώνες για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη.
..Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι...
(...)
Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες
σωπαίνει κι o πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του
Και πα στην πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος, της λευτεριάς ταμένος...
Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού. Ποιος είναι, λοιπόν, ο Γιάννης Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός, που ρουφάει μ' όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα όλο τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ' όλα τ' αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής, που «απωθεί» και «θεώνεται»; `Η, μήπως, ο βαθιά υπαρξιακός, που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό του διάλογο με το χρόνο και το θάνατο;
Ο Γιάννης Ρίτσος, είναι αυτός, που μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της Ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία... Οπως φαίνεται και στην «Ισμήνη», ο χρόνος και η εποχή δεν έχουν σημασία, γιατί στο πρόσωπο της Ισμήνης ο ποιητής ζωντανεύει μια ανθρώπινη ύπαρξη με όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο...
Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι...
Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου:
«Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε / αδελφέ μου, από τον κόσμο / εμείς τραγουδάμε / για να σμίξουμε με τον κόσμο». Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του: «Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι». Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».
Ο λόγος του ποιητή, ισχυρός, επιβεβαιώνει τη μεγαλοσύνη του όχι μόνο μέσα από την ομορφιά της ποίησής του αλλά και μέσα από τα θεατρικά του κείμενα που επαναφέρουν την αρχαιοελληνική έννοια του ποιητή, όπως αποκαλούσαν τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή. Η ποίηση των θεατρικών του έργων, επηρεασμένων βαθιά από την ποίηση των μεγάλων τραγικών, μας θυμίζει τα λόγια ενός άλλου μεγάλου, του Λουί Αραγκόν: «Κάθε φορά που μου φέρνανε στίχους, καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα πάντοτε όπως και την πρώτη φορά, ανίκανος να κυριαρχήσω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου... Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος, μ' ακούτε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ' τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα το συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας...» (Από το κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Les Lettres Francaises», 1971).
Οι θεατρικοί του μονόλογοι είναι αρχαιόθεμοι, όμως, ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο-ιστορικές εμπειρίες. Λιτός, συχνά αινιγματικός, καταγράφει τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Και όλα με μια οπτική γωνία τέτοια, που εκφράζει τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις, τα προσωπικά του βιώματα, τις απόψεις του γύρω από τα σοβαρά προβλήματα της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας.
...«πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»
Η «Ελένη» του, παραδείγματος χάρη, ζει σε μια παλαιά αρχοντική μονοκατοικία με κήπο και αγάλματα, στα πρόθυρα της κατάρρευσης: φθορά, ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι, ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα... η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο... σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα. Στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ' τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Ο διστακτικός επισκέπτης χτυπά το κουδούνι, του ανοίγουν ύστερα από κάποια καθυστέρηση. Ακολουθεί η περιγραφή του εσωτερικού, όπου έχουμε την εικόνα της θλιβερής Κρεβατοκάμαρας - εδώ κατά ειρωνικό τρόπο βρίσκεται η σκηνή του δράματος - με την ασάλευτη, καθισμένη στο κρεβάτι της Ελένη. Μετά το μακρύ μονόλογό της, όταν γέρνει το κεφάλι και αποκοιμιέται, ο επισκέπτης εγκαταλείπει το σπίτι μέσα σ' έναν αόριστο φόβο. Ομως, οι φωνές των υπηρετριών, τον επαναφέρουν πίσω: Η Γριά γυναίκα δεν κοιμάται, έχει πεθάνει. Ακολουθεί η λεηλασία του σπιτιού, ο ερχομός της αστυνομίας και η μεταφορά της νεκρής στο Νεκροτομείο. Μόνο τότε φεύγει ο Επισκέπτης, μέσα στο φεγγαρόφωτο κι εκείνος, όπως και ο Νέος της Σονάτας, αλλά χωρίς την αισιοδοξία του Νέου: «Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω από το σφραγισμένο σπίτι. Και ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι».
Ενα από τα μυθολογικής αφετηρίας μεν, σύγχρονης αλληγορίας δε, ποιητικά θαύματα της «Τέταρτης Διάστασης» αποτελεί και ο «Αίαντας», στον οποίο η αναμόχλευση της μνήμης σημαίνει οδύνη, μέτρημα των πληγών και βαθύτερο μάτωμά τους. Ο Ρίτσος, χρησιμοποιώντας ως βάση του ποιητικού έργου του τον γενναίο, προδομένο από τους συμπολεμιστές του και, τελικώς, από απελπισία αυτόχειρα μυθικό ήρωα, ο Ρίτσος μετεικόνισε όλους τους προδομένους, πικραμένους αγωνιστές της νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας μας. Τα περασμένα κλέη του όχι μόνο δεν παρηγορούν μια περήφανη, γενναία, «φλεγόμενη» φύση σαν τον Αίαντα, αλλά αντίθετα βαθαίνουν τις πληγές του, την ακύρωσή του ως πολεμιστή, τη μοναξιά και απομόνωσή του και τον οδηγούν στην «τρέλα» της λυτρωτικής αυτοχειρίας.
«Εμείς οι νεότεροι που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα, με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο, γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ' άλλο σημείο του σώματος - πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα. Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε - ποιος τους την ζήτησε; Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»... («Φιλοκτήτης», Αθήνα, Σάμος, Μάης 1963 - Οχτώβρης 1965).
Αχ, κόσμε μου, παιδί μου
Ο «Ορέστης», έργο γραμμένο το 1966, αναφέρεται στην επιστροφή του γιου του Αγαμέμνονα στο Αργος, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του, να σκοτώσει δηλαδή την μητέρα του και τον εραστή της. Ο ποιητής ανατρέπει το μύθο και παρουσιάζει έναν Ορέστη διαφορετικό από αυτόν των μεγάλων Τραγικών, ολοκληρωτικά αντίθετο με τις απόψεις της αδελφής του Ηλέκτρας που ζει για την εκπλήρωση της τιμωρίας, πάντα όμως με συνοδοιπόρο και συνεργό τον επιστήθιο φίλο του Πυλάδη, διόλου εκδικητικό και εναντίον των δολοφονικών αντιποίνων. Ο Ορέστης του Γιάννη Ρίτσου δεν πιστεύει καθόλου πως με έναν ακόμη φόνο θα δικαιωθεί και θα ησυχάσει το Αργος. Πίσω από την αναφορά του ποιητή στην «αρχαία βασιλική οικογένεια» και την τραγική της ιστορία, διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με το καθήκον που του επιβάλλουν. Του καθήκοντος που είναι αντίθετο με το συναίσθημα και την προσωπική του θέση, και το οποίο καλείται να εκπληρώσει και να υπηρετήσει. Η αγωνία, η αγάπη για την πατρίδα του, καθώς και η προσδοκία του για διακοπή των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ αδελφών, είναι διάχυτες στο έργο.
Αλλά και στις «Μαντατοφόρες» (Γυάρος, Σάμος Μάης 1967 - Δεκέμβρης 1969) είναι προφανής ο πόνος του ποιητή για ελευθερία, γι' αυτήν που αγωνίστηκε σ' όλη του τη ζωή. Προφανής κι η αγάπη του για τον κόσμο, για τον λαό, που νιώθει να είναι το παιδί του. «Αχ, ν' ακουστούν τα σμπάρα την αυγή και να λακήσουν τα τσακάλια - Αχ, και να δούμε τα σινιάλα της φωτιάς από λοφίσκο - Αχ, να βουίξει Ανάσταση καταμεσής του δρόμου κι ούλοι οι άνθρωποι ν' αγκαλιάζουνται, να φιλιούνται, κι οι καρδιές απ' τη χαρά τους κοκκινοβαμμένες σαν τα λαμπριάτικα τ' αυγά - και να χτυπάει η μια την άλλη - κόκκινο αυγό η καρδιά μας να χτυπά σ' αδελφικές καρδιές κι ας σπάει»... ΟΛΕΣ: Αχ, κόσμε, κόσμε μου, παιδί μου, τούτος ο πόνος μες στα σωθικά μας είναι που σε γεννάμε πάλι. Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμψαμε όλες - Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμπεις, κόσμε, γιε μας».
...να 'σαι ήσυχος...
Η αγωνιστική, ανθρώπινη και δημιουργική μεγαλοσύνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί πια δεδομένο αδιαμφισβήτητο. Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, ενάντια στον πόλεμο, στον καπιταλισμό και στην αστική ηθικολογική υποκρισία, τον καταξίωσε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου.
Η υπόσχεση του Γιάννη Ρίτσου προς τον αγωνιστή Βούλγαρο λογοτέχνη Γιορντάν Γιόφκωφ, υπόσχεσή δική μας προς τον δικό μας αγωνιστή ποιητή...
...«Γιορντάν Γιόφκωφ, να 'σαι ήσυχος - τ' άσπρα σου χελιδόνια
κάθονται στην αυλή του Μουσείου της Επανάστασης
ανεβαίνουν τις σκάλες
κάθονται ανάμεσα στα σοβαρά γένια του Μπλαγκόβιεφ
όπως κάθεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις έγνοιες των αγωνιστών»...
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου