Ρήγας Γκόλφης 1908
Στη στράτα αργοδιαβαίνει της εργατιάς το πλήθος.
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τα’ αράθυμό του στήθος
θεριέυει το κορμί.
Πού πάει συμαζωμένο, το έλεος να γυρέψει;
Ποιος άρχοντας θ’ ακούσει, ποια πόρτα θ’ ανοιχτεί;
Με τα’πραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαυτεί;
Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τα’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;
Ω συνοδειά θλιμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πως θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;
Τη δύναμή σου νιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ρώτησε, τη σιδερένια υγειά,
θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.
Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.
Στη στράτα αργοδιαβαίνει της εργατιάς το πλήθος.
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τα’ αράθυμό του στήθος
θεριέυει το κορμί.
Πού πάει συμαζωμένο, το έλεος να γυρέψει;
Ποιος άρχοντας θ’ ακούσει, ποια πόρτα θ’ ανοιχτεί;
Με τα’πραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαυτεί;
Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τα’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;
Ω συνοδειά θλιμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πως θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;
Τη δύναμή σου νιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ρώτησε, τη σιδερένια υγειά,
θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.
Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου