Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

"Mέχρι τη νίκη και για πάντα"



Αγαπημένα μου Ιλδίτα, Αλεϊδίτα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο,
Αν μια μέρα χρειαστεί να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα πει πως πια δεν είμαι ανάμεσά σας.
Σχεδόν δε θα με θυμάστε πια και τα πιο μικρά θα μ' έχουν ξεχάσει. Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος που έπραττε όπως σκεφτόταν, και που σίγουρα ήταν πιστός στις πεποιθήσεις του.
Να μεγαλώσετε σαν καλοί επαναστάτες.
Να μελετάτε πολύ, για να μπορέσετε να κυριαρχήσετε στην τεχνική, που θα σας επιτρέψει να κυριαρχήσετε στη φύση. Να θυμάστε πως είναι η Επανάσταση που είναι σημαντική και ότι ο καθένας μας, από μόνος του, δεν αξίζει τίποτα.
Να 'στε κυρίως ικανά να αισθάνεστε, όσο πιο βαθιά μπορείτε, κάθε αδικία που γίνεται απέναντι σ' οποιονδήποτε, σ' οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Είναι το πιο ωραίο χάρισμα ενός επαναστάτη.
Πάντα, παιδιά μου, θα ελπίζω να σας ξαναδώ.
Ενα μεγάλο και δυνατό φιλί απ' τον Μπαμπά».

(Το γράμμα του Τσε στα παιδιά του)

 Σαν σήμερα πριν 44 χρόνια, στις 8 προς 9 Οκτώβρη του 1967, ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα, περνούσε στο πάνθεον των «αθανάτων» της Ιστορίας του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Οι δολοφόνοι του νόμιζαν ότι μοιράζοντας ανά την υφήλιο τη φωτογραφία του νεκρού Τσε, θα έβαζαν τέλος στους εφιάλτες τους.
Αποδείχτηκε, από την ίδια κιόλας στιγμή, ότι ο θάνατος του Τσε δεν ήταν παρά το αναγκαίο τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί, ώστε η φλόγα του επαναστάτη, του κομμουνιστή, του αντάρτη Ερνέστο Γκεβάρα, να μετατραπεί σε σύμβολο γενεών και γενεών, σε έμβλημα της ανθρωπιάς και σε οδηγό με σταθερή πυξίδα:
«Μέχρι τη νίκη και για πάντα»!
Οχι λίγες φορές, επανέρχεται το ερώτημα: Τι ήταν εκείνο που παρότρυνε έναν από τους ηγέτες μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του 20ού αιώνα να προσφέρει τόσο αφειδώλευτα και κατά άλλους τόσο «απερίσκεπτα» την ίδια του τη ζωή στο πεδίο των μαχών του προλεταριακού διεθνισμού;
 Στη στάση του Τσε απέναντι στη ζωή και την επανάσταση (όπως περιέγραψε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο στη μνήμη του Τσε, που εκφωνήθηκε στην Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα, στις 18 Οκτώβρη 1967) επέδρασε σημαντικά«η αντίληψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην Ιστορία, η ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, και ότι η ακατάσχετη πορεία της Ιστορίας δε σταματά ούτε θα σταματήσει με το χαμό των αρχηγών (...)».
«Ανθρωποι σαν κι αυτόν - συνέχισε ο Φιντέλ - είναι ικανοί, με το παράδειγμά τους, να συμβάλουν στην εμφάνιση άλλων που να τους μοιάζουν (...)» γιατί ο Τσε «υπήρξε από τους πιο οικείους, από τους πιο θαυμαστούς, από τους πιο αγαπητούς, και δίχως αμφιβολία, ο πιο εξαίρετος από τους επαναστάτες συντρόφους μας (...)».
  Την αντίληψη του κομμουνιστή Τσε για τον άνθρωπο δε θα μπορούσαν ποτέ να την καταλάβουν οι δολοφόνοι του. Πόσο μάλλον να την εξοντώσουν.
Ο,τι δεν κατάφεραν με τον Τσε εκείνοι που τον δολοφόνησαν νόμισαν ότι θα κατόρθωναν όσοι πίστεψαν ότι μπορούν να τον μετατρέψουν σε μια ακίνδυνη στάμπα πάνω σε μπλουζάκια και «μοδάτα» αξεσουάρ.
Ούτε αυτοί αντιλήφθηκαν ότι η ζωή του Τσε ξεπερνά κατά πολύ την αγοραία λογική τους. Γιατί «η ζωή του - όπως έλεγε ο Σαρτρ - είναι η ιστορία του πληρέστερου ανθρώπου της εποχής μας».
  Η Ιστορία που έγραψε και διηγήθηκε ο Τσε με τη ζωή του είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ο Τσε συνεχίζει να ζει».
Οσοι προσπαθούν να εξαντλήσουν την εξήγηση αυτής της «αθανασίας», εστιάζοντας στην εικόνα του Τσε σαν «γητευτή των φοιτητικών ονείρων», ξεχνούν ότι ο Τσε των εργατών και των αγροτών, ο Τσε των ταπεινών και καταφρονεμένων, ο Τσε της νεολαίας, δε μας άφησε κληρονομιά μόνο αυτό το απίστευτο βλέμμα του, ένα βλέμμα που καθοδηγεί μακριά, προς το όνειρο, προς το φαινομενικά αδύνατο. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Τσε και οι σύντροφοί του στην Κούβα έγιναν η απόδειξη της νίκης απέναντι στον ιμπεριαλισμό ή ότι ο ίδιος ουδέποτε θεώρησε αρκετή αυτή τη νίκη απέναντι στο χρέος του.    Δεν ήταν μόνο ότι ο Τσε αρνήθηκε μια «στρωμένη» και άνετη ζωή, για να αφιερώσει τον εαυτό του στην Επανάσταση.
Ολα αυτά μαζί μπορεί να συνθέτουν τον «μύθο» του Τσε, αλλά δεν είναι αρκετά να εξηγήσουν το γιατί ο Τσε Γκεβάρα «ζει».
  Ο πραγματικός λόγος που ο Τσε παραμένει «ζωντανός» είναι ότι παραμένουν ζωντανά όλα όσα τον «γέννησαν».
Ο Τσε «ζει» γιατί, ως πολεμιστής, ως πολιτικός, ως στρατιώτης, ήταν ο κομαντάντε μιας επανάστασης που θα βρει την ολοκλήρωσή της, μόνο όταν καταργηθεί κάθε μορφής εκμετάλλευση γιατί, όπως ακριβώς έλεγε, «δεν υπάρχει για μας κανείς άλλος ορισμός του σοσιαλισμού, πλην της κατάργησης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».
Ο Τσε «ζει» και παραμένει θανάσιμα επικίνδυνος για τους δολοφόνους του, γιατί, πολύ απλά, δεν έχει ακόμα πεθάνει ο θανάσιμος εχθρός του, ο ιμπεριαλισμός.
Ο Τσε θα παραμένει «ζωντανός» όσο το βλέμμα του θα δείχνει πόσο ρεαλιστικό είναι το όραμά του για έναν κόσμο ελεύθερο, δημοκρατικό, χωρίς πείνα, χωρίς φτώχεια, χωρίς καταπίεση.
Ο Τσε θα «ζει» για όσο οι σύντροφοί του («αν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, είσαι σύντροφός μου», έλεγε ο Τσε) θα συνεχίζουν να αντλούν από εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη, στη Βολιβία, το μήνυμα της ανιδιοτελούς προσφοράς και της θυσίας. Οσο στον κόσμο η αδικία θα εξακολουθεί το έργο της κι όσο οι εκμεταλλευτές θα ζητούν από τους λαούς να σκύβουν το κεφάλι, ο Τσε θα είναι «ζωντανός». Γιατί
«ο άνθρωπος - όπως έλεγε ο Τσε - πρέπει να περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. Και ο ήλιος πρέπει να κάψει το μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής. Οποιος περπατάει σκυφτός, χάνει αυτήν την τιμή».

«

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου