Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Κνηματογραφική Λέσχη: Μαγεία στο Σεληνόφως του Γούντυ Άλεν (2014)

         

       Εμφάνιση mageia-sto-selinofos-poster.jpg


Μαγεία στο Σεληνόφως (Magic in the Moonlight, 2014)
του Γούντυ Άλεν

Κυριακή 17-5-2015
Τρικούπειο Πολιτιστικό Κέντρο
9 μ.μ.

Κωμωδία
Διάρκεια: 97'
Κατάλληλο - Απαραίτητη η γονική συναίνεση

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

«FILS DE GRÈCE»: Το νέο teaser της ταινίας του Δ. Γρηγοράτου (SPOT)

         



Την ερχόμενη Πέμπτη 12 Μάρτη θα ξεκινήσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη η νέα ταινία του σκηνοθέτη Διονύση Γρηγοράτου«FILS DE GRÈCE».
Η ταινία θα προβάλλεται στους κινηματογράφους:
  • «Τριανόν» (Κοδριγκτώνος 21, Αθήνα)
  • «Village Cinemas» σε Μαρούσι, Ρέντη και Παγκράτι.
  • «Λαΐς» - Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 και Μεγάλου Αλεξάνδρου, Κεραμεικός)
  • «Λάμπρος Κωνσταντάρας» (Κουντουριώτου 40 - Μυριοφύτου 55, Αιγάλεω)
  • «Βακούρα» (Ι. Μιχαήλ 8) Θεσσαλονίκη

Το θέμα της ταινίας είναι τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου. Η μαζική μετακίνηση 60.000 και πλέον παιδιών μακριά από τις εστίες τους, στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Τριάντα χιλιάδες περίπου μετακινήθηκαν από το Δημοκρατικό Στρατό και φιλοξενήθηκαν σε ιδρύματα πολιτικών προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες και άλλα τόσα μετακινήθηκαν από τον κυβερνητικό στρατό και εγκαταστάθηκαν στις «παιδουπόλεις» που ίδρυσε η Φρειδερίκη. Τραγικά οδοιπορικά που συνεχίστηκαν εκτός κι εντός της Ελλάδας με εξορίες, απαγορεύσεις επανόδου στις εστίες τους, διακρίσεις κ.λπ.  (Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ). 
Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα www.filsdegrece.gr. 
Διαβάστε ΕΔΩ συνέντευξη του Διονύση Γρηγοράτου στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» της 7ης Δεκέμβρη 2014 και δείτε συνέντευξη του σκηνοθέτη  ΕΔΩ.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Ανακοίνωση της Κινηματογραφικής Λέσχης Μεσολογγίου


                                          


Αγαπητά μέλη, φίλοι και φίλες, της Κινηματογραφικής Λέσχης Μεσολογγίου

Στη Γενική Συνέλευση της 18ης Φεβρουαρίου 2015 κάναμε τα εξής:
1. Εξέταση και ανάλυση της παρουσίας και συμβολής της Κινηματογραφικής Λέσχης στο Τρικούπειο Πολιτιστικό Κέντρο, της άριστης σχέσης της με την Δημοτική Αρχή, της υποστήριξής της και συνεργασίας της με συλλόγους της πόλης.
2. Ανάλυση οικονομικών στοιχείων, συζήτηση σχετικά με τον μη κερδοσκοπικό αλλά φιλανθρωπικό χαρακτήρα της Λέσχης, και δημιουργία νέας λίστας μελών στην οποία καθορίζεται και μία μικρή ετήσια συνδρομή.
3. Παρουσίαση του ερωτηματολογίου (στο οποίο συμμετείχαν 45 άτομα) που δημιουργήθηκε με σκοπό να αναδείξει τις ανάγκες και τις κινηματογραφικές προτιμήσεις του κοινού μας και να μας βοηθήσει να καθορίζουμε το μελλοντικό πρόγραμμα της Λέσχης. Επισυνάπτεται σχετικό έγγραφο με τα αποτελέσματα.
4. Συζήτηση σχετικά με θέματα που προκύπτουν από τις παρατηρήσεις του ερωτηματολογίου αλλά και από άλλες παρατηρήσεις που εκφράστηκαν από το κοινό μας. 

Πιο συγκεκριμένα αναφερθήκαμε σε ζητήματα οργάνωσης, δημιουργία εκδηλώσεων σε συνεργασία με συλλόγους της πόλης, προβλήματα που τυχόν προκύπτουν από την εικόνα και τον μεταγλωτισμό, στα κριτήρια επιλογής των ταινιών που προβάλλονται καθώς και στην δημιουργία κινηματογραφικών πολιτιστικών δρώμενων από τη Λέσχη.

                                         Με εκτίμηση
             Σοκόλας Κων/νος - Πρόεδρος Λέσχης Φίλων                               Κινηματογράφου Μεσολογγίου

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

NEW STAR: «Κρατάμε τη φωτιά ζωντανή»

Ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης, «ψυχή» της «New Star», εξηγεί στον «Ρ» το όραμα μιας ανεξάρτητης εταιρείας διανομής που παλεύει στη μονοπωλιακή «ζούγκλα» του οπτικοακουστικού με σύνθημα «η διανομή στην υπηρεσία των δημιουργών, η αίθουσα στην υπηρεσία των ταινιών»
                   

                       "Ελα να δεις" του Κλίμοφ


                    
Σε μια εποχή κυριαρχίας της εμπορευματικής κουλτούρας, 
οι ανεξάρτητες εταιρείες διανομής ταινιών με άποψη μοιάζουν να αποτελούν ένα «φυσικό» παράδοξο. Πώς τα καταφέρνουν; Τι προσπαθούν να πετύχουν; Και πώς; 
Ο «Ρ» φιλοξενεί σήμερα μια κουβέντα για όλα αυτά και ακόμη περισσότερα με έναν από τους πλέον καταλληλότερους να τα απαντήσουν. Την «ψυχή» της «New Star», ενός από τα δυναμικότερα γραφεία του χώρου, τον Βελισσάριο Κοσσυβάκη.

-- Οι επιλογές της «New Star» παραπέμπουν σε «κινηματογραφική λέσχη» μέσα στην «κανιβαλική» αγορά του οπτικοακουστικού. Τι σας κινεί;


-- Η βασική ιδέα ήταν οι ταινίες που θα ήθελα εγώ να δω στον κινηματογράφο να τις προτείνω στο κοινό. Δεν ήθελα να κάνω μια ακόμα εταιρεία διανομής για να παίρνει επιδοτήσεις, διανέμοντας ανάλογα με τη συγκυρία ή πού πάει η μόδα. Ξεκίνησα, λοιπόν, ένα ταξίδι και όσο πάει. Στην πορεία βρέθηκαν αρκετοί φίλοι και συνεργάτες που μοιράστηκαν αυτό το όνειρο και ευτυχώς αρκετός κόσμος - όχι πάρα πολύς αλλά ικανός αριθμός - ώστε αυτό το εγχείρημα να συνεχίζεται. Ανθρώπους σινεφίλ οι οποίοι ανταποκρίθηκαν και μπόρεσαν να κρατήσουν αυτή την εταιρεία, οριακά μεν, αλλά να την κρατήσουν εν ζωή και να μπορεί να κάνει κάποια εισιτήρια που να της επιτρέπουν το επόμενο βήμα. 



Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για τον Τσε υπό την αιγίδα της πρεσβείας της Κούβας
                

                    
Μας ενδιαφέρουν οι νέες, ανεξάρτητες, πρωτοποριακές δημιουργίες από όλο τον κόσμο, τα νέα ρεύματα, το κλασικό ευρωπαϊκό, το σοβιετικό σινεμά. Δεν μπορείς να μιλάς για σινεμά χωρίς τον Αϊζενστάιν. Αλλά και στο κλασικό Χόλιγουντ έχουμε ταινίες αριστουργήματα. Πριν το μακαρθισμό, τις απαγορεύσεις, τη «Λίστα των 11», υπήρχε μια σπουδαία γενιά ανθρώπων που κάνανε σινεμά. Οι Ενωμένοι Καλλιτέχνες είχανε βγάλει σπουδαίες δουλειές, ο Τσάρλι Τσάπλιν κ.ά.Και άλλες εταιρείες εστιάζουν σε αυτό το κοινό. Γιατί κάποιες ταινίες δικές μας κάνανε επιτυχία, όπως το «Machuca» (σ.σ. η συγκλονιστική ταινία του Αντρες Γουντ για τη Χιλή του Αλιέντε), που ήταν απρόβλεπτη για το εμπορικό κύκλωμα. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, η «Εαρινή Σύναξις των Αγροφυλάκων», το «Βίβα Κούβα», ο σοβιετικός κινηματογράφος. Το «Ελα να δεις» (σ.σ. το ανεπανάληπτο αντιφασιστικό αριστούργημα του Σοβιετικού σκηνοθέτη Ελεμ Κλίμοφ) ήταν μεγάλη έκπληξη με χιλιάδες εισιτήρια.

-- Ηταν και για σένα έκπληξη;

-- Για μένα όχι γιατί το πιστεύω αυτό. Οσοι βλέπουμε αυτές τις ταινίες δεν μπορεί να είμαστε εξαιρέσεις. Δεν φυτρώσαμε από το πουθενά. Το θέμα είναι να καταφέρεις να βρεις το κοινό, να επικοινωνήσεις μαζί του, να μάθει ότι παίζεται αυτή η ταινία, να καταφέρει να έρθει στο σωστό χρόνο να τη δει. Πώς λειτουργεί η διανομή; Βγαίνει μια ταινία την πρώτη βδομάδα. Αν τότε και κυρίως το πρώτο Σαββατοκύριακο δεν κάνει καλά εισιτήρια, κανένα σινεμά δε θέλει να την συνεχίσει γιατί δε φτάνουν να πληρώσει ούτε τα βασικά έξοδα.

Υπάρχουν ταινίες που δεν προλαβαίνουν να κάνουν δεύτερη βδομάδα. Πραγματικά αριστουργήματα. Γι' αυτό δε φταίει αυτό που λένε κάποιοι «δεν πάει ο κόσμος». Βγαίνει μια εμπορική ταινία σε 150 αίθουσες στην Αθήνα. Με τεράστια διαφήμιση από το πρωί μέχρι το βράδυ. Θες - δε θες θα πέσεις πάνω της. Πας σε ένα πολυσινεμά με 20 αίθουσες για να δεις μια ταινία. Φτάνεις 9 το βράδυ και βλέπεις ότι δεν υπάρχουν εισιτήρια. Υπάρχει περίπτωση να πας αλλού να δεις αυτή την ταινία; Θα δεις τη διπλανή. Ολα αυτά λοιπόν έχουν φτιαχτεί με έναν τρόπο ώστε να κρατούν τον κόσμο συγκεντρωμένο σε συγκεκριμένα πράγματα. Και εκεί παίζουν συγκεκριμένου είδους ταινίες. Δεν είναι όμως τυχαία η επιλογή των ταινιών ούτε είναι θέμα του γραφείου διανομής μόνο. Υπάρχουν μεγάλα γραφεία εμπορικά που έχουν και καλλιτεχνικές ταινίες. Είτε γιατί θέλουν, είτε γιατί παίρνουν μια επιδότηση. Υπάρχουν και λόγοι τακτικής: Η τάδε ταινία έχει πάρει κάποιο βραβείο και πρέπει να τη διανείμεις, η άλλη ταινία έχει επιδότηση και είναι κρίμα να τη χάσεις, και το πιο σημαντικό: Αν αυτή την ταινία την αφήσουν τα μεγάλα γραφεία θα την πάρει κάποιος άλλος, θα μεγαλώσει και θα γίνει πιο ανταγωνιστικός.


Κινηματογραφικό αφιέρωμα (2010) της «New Star» για τα 140 χρόνια από τη γέννηση του Λένιν

                     

-- Πόσο έχει μονοπωληθεί η ελληνική αγορά;


-- Οσο όλη η Ευρώπη. Τέσσερα μεγάλα γραφεία έχουν το 90% της αγοράς. Αυτοί που δεν έχουν τη δυνατότητα να πάρουν στούντιο (σ.σ. να διανέμουν δηλαδή ταινίες μεγάλων στούντιο του εξωτερικού) πρέπει να πάνε στην ανεξάρτητη παραγωγή. Η ανεξάρτητη παραγωγή είναι κάποιες χιλιάδες ταινίες το χρόνο σε όλο τον κόσμο. Πρέπει να είσαι εντελώς βλάκας από όλες αυτές τις ταινίες να μην πάρεις τις καλύτερες. Οσο κακή να είναι μια εταιρεία, όσο και να έχει σαν προτεραιότητα το κέρδος, όσο και να θέλει να κάνει «μπίζνα», δεν είναι άσχετοι ή βλάκες για να μην πάρουν έναν καλό συνεργάτη που θα τους πει ποιες είναι καλές ταινίες. Σε γενικές γραμμές στην Ελλάδα έρχονται καλές ταινίες. Βέβαια, από τα μεγάλα στούντιο θα έρθουν και ταινίες... Θες - δε θες επειδή είσαι αντιπρόσωπος και βγάζεις ό,τι σου δίνουν.

-- Υπάρχει το «πακέτο» που λέμε;

-- Οσοι είναι αντιπρόσωποι παίρνουν ό,τι τους δίνει το γραφείο. Ο,τι στείλουν, π.χ., οι Αμερικανοί πρέπει να το βγάλει. Είναι υποχρέωσή σου γιατί υπέγραψες συμβόλαιο. Ακόμη κι αν είναι κακή πρέπει να την υποστηρίξεις.

-- Λες ότι το σύστημα μπορεί να ενδιαφερθεί και για την αισθητική;


-- Δεν έχω αυταπάτες ότι μια εταιρεία διανομής μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Βεβαίως εμείς θα συνεχίσουμε το δρόμο μας. Λέω απλά ότι στις εταιρείες υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να παίξουν και καλό σινεμά.Αυτό το αποδεικνύουν οι ανεξάρτητες παραγωγές που διανέμονται και από μεγάλες εταιρείες. Εκτός από το θέμα του κέρδους (π.χ., αυτή η ταινία έχει ψωμί, ή η κοινωνία πάει προς τα αριστερά, θέλω να βγάλω μια αριστερή ταινία) υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι μέσα που είτε για δικά τους άλλοθι είτε γιατί αγαπούν πραγματικά το καλό σινεμά θέλουν να βγάλουν, π.χ., Γκοντάρ. Δε θα χάσουν και βοηθούν το προφίλ τους. Αυτό βέβαια είναι πασάλειμμα, δε διορθώνει τίποτα. Αλλά εμείς το θεωρούμε σημαντικό γιατί γίνεται ένα «κλικ» μπροστά στο μυαλό του κόσμου, δημιουργείται ένα κοινό, μια αγορά και ας είναι εις βάρος μας εισπρακτικά.


Η «Σοσιαλιστική Τριλογία» του Γκέοργκ Παμπστ 

                  

-- Για ποια κόστη μιλάμε;

-- Το κόστος διανομής είναι πιο μεγάλο από τα δικαιώματα. Μπορεί να πάρεις μια ταινία σχετικά φθηνά ή έρχεται ένας διανομέας απέξω και έχει μια ταινία που σου λέει δε θέλω λεφτά αλλά ποσοστό από τις πωλήσεις. Πώς βγάζεις αυτή την ταινία; Το σινεμά πρέπει να έχει έναν αριθμό εισιτηρίων που να μπορεί να βγαίνει αυτό το δυσβάσταχτο κόστος. Μπορεί να ξεκινάει από λίγες χιλιάδες εισιτήρια για να βγει μία ταινία και μιλάμε για μικρή διανομή. Αν η κόπια είναι σπάνια και χρειάζεται επεξεργασία το κόστος είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Ο κινηματογράφος είναι λαϊκή τέχνη

-- Πώς αντιμετωπίζετε όλες αυτές τις δυσκολίες;

-- Μέχρι τώρα υπήρχε ένας αριθμός κινηματογραφικών λεσχών που έπαιζε τις ταινίες μας. Με την κρίση οι λέσχες δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Οι δήμοι έχουν εγκαταλείψει τους δημοτικούς κινηματογράφους ή τους νοικιάζουν σε ιδιώτες που παίζουν ό,τι να 'ναι. Η Καλλιθέα, μια τεράστια περιοχή, είχε τον κινηματογράφο «Καλυψώ», που τον πήρε ο δήμος και δε λειτουργεί σαν κινηματογράφος. Κουβεντιάζω με τον δήμο να τον λειτουργήσω και δεν μπορούν καν να πληρώσουν έναν υπάλληλο. Ούτε παίρνουν απόφαση να το δώσουν, όχι σαν εκμετάλλευση από έναν ιδιώτη, αλλά σαν μια συνεργατική, να παίζει λαϊκό σινεμά, με φθηνό εισιτήριο, επιλεγμένες ταινίες, έστω μια φορά τη μέρα. Αυτή τη στιγμή η Καλλιθέα δεν έχει ούτε μία αίθουσα σε λειτουργία. Και μέχρι πέρυσι λειτουργούσαν τέσσερις!

-- Από τη στιγμή που σε όλη την Ευρώπη η διανομή κυριαρχείται από τα μονοπώλια τι ελπίδες υπάρχουν στην Ελλάδα για τις ταινίες που διανέμετε εσείς;

-- Δεν έχουμε αυταπάτες για το πόσο γρήγορα μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος αλλά είμαστε σίγουροι ότι μπορεί να επιτευχθεί. Ας πούμε ότι ξαφνικά κλείνουν τα εστιατόρια και γίνονται φαστ φουντ. Θα τρέξει όλος ο κόσμος να φάει φαστ φουντ; Θα πάει να μαγειρέψει στο σπίτι του. Εμείς λοιπόν λέμε ότι δεν τους το χαρίζουμε αυτό το πράγμα. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε θα το διεκδικήσουμε. Ακόμα κι αν δεν είχαμε σινεμά θα στήναμε ένα πανί στην πλατεία και θα παίζαμε ταινία. Στις αυλές των σπιτιών. Ο κινηματογράφος είναι πάνω απ' όλα λαϊκή τέχνη. Από τα πρώτα διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας ήταν για την ανάπτυξη του κινηματογράφου. Ο Λένιν έλεγε ότι είναι η πιο σημαντική από τις τέχνες. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Ούτε ότι το Χόλιγουντ το χρησιμοποιεί προπαγανδιστικά και οτιδήποτε θέλει να περάσει το σύστημα το προετοιμάζει μέσα από τις αίθουσες. Από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες των ΗΠΑ είναι το σινεμά.



Η ταινία - ντοκουμέντο που παίζεται αυτή τη βδομάδα στο «Τιτάνια

                 

Η «New Star» δεν φύτρωσε από το πουθενά. Πριν από μας υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν το ίδιο πράγμα και καλύτερα από μας. Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι στο χώρο της διανομής που κάνουν παρόμοια πράγματα. Οχι τόσο εστιασμένα και στοχοπροσηλωμένα όσο εμείς αλλά το κάνουν. Από τα 14,5 εκατ. κινηματογραφικά εισιτήρια το χρόνο στην Ελλάδα, αν μαζέψουμε τα εισιτήρια συνολικά (σ.σ. όλες οι εταιρείες) του είδους του κινηματογράφου που διανέμουμε εμείς μπορεί να φτάνουν μέχρι και 800.000. Πάλι είναι μικρό νούμερο αλλά η δυναμική που δημιουργούμε είναι πολύ μεγαλύτερη. Γιατί βάζουμε ιδέες, φτιάχνονται γενιές θεατών και άνθρωποι που ασχολούνται με το σινεμά.


-- Το διαδίκτυο απειλεί την αίθουσα;

-- Η αίθουσα δε θα πεθάνει ποτέ. Ειδικά αν το συνδυάσεις με φθηνό εισιτήριο. Είναι η παρέα, η έξοδος, η αίσθηση της μεγάλης οθόνης. Το σινεμά είναι μια πολιτιστική δραστηριότητα. Θα το συνδυάσεις με μια βόλτα, με κουβέντα. Το ότι ο κόσμος κατεβάζει ταινίες και θα δει ένα μεγάλο αριθμό των ταινιών που θέλει με αυτό τον τρόπο, αυτό είναι δεδομένο. Κανείς δε θα πάει σήμερα στο σινεμά για να δει τριάντα ταινίες το χρόνο. Θα προσπαθήσει να τις δει με άλλο τρόπο. Είτε γιατί δεν έχει την οικονομική δυνατότητα είτε γιατί δεν έχει το χρόνο. Με την κρίση έπαψε να υπάρχει βραδινή παράσταση στο σινεμά. Γιατί ο περισσότερος κόσμος έπαιρνε ταξί που τώρα έχει νεκρώσει. Είναι πανάκριβο. Σταματάει το μετρό 12 τη νύχτα και δεν προλαβαίνει. Αυτός ο κόσμος που συνήθιζε να βλέπει σινεμά στην αίθουσα και πλέον δεν μπορεί, προσπαθεί να συνεχίσει να βλέπει ταινίες με άλλο τρόπο. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό το θέμα του εισιτηρίου. Κάναμε ένα πολύ μεγάλο αγώνα με ένα πείραμα στο «Τιτάνια»: Καθιερώσαμε ένα εισιτήριο 5 ευρώ αντί 8 γενική είσοδο και για πρώτη φορά στην Αθήνα οργανωμένα ένα εισιτήριο για ανέργους 3 ευρώ. Γιατί στον άνεργο έχουν κόψει τα πάντα. Να του κόψεις και τον πολιτισμό; Ακόμα κι αυτό, λοιπόν, που λογικά θα έπρεπε να το αναδείξουν τα ΜΜΕ δεν το έγραψαν. Μόνο δύο δημοσιεύματα έγιναν. Δεν το ανέδειξαν γιατί κάποιους ενοχλεί να φθηνύνει το εισιτήριο. Κάποιοι, λοιπόν, το εμπόδισαν.

-- Κάποιος θα έλεγε ότι είναι παράξενο αυτό αφού χτυπήθηκαν με την κρίση οι αίθουσες, κυρίως οι μονές.


-- Αν το είχαν σκεφθεί ή το θέλανε θα το είχαν κάνει. Οι μεγάλες εταιρείες λειτουργούν με συγκεκριμένο τρόπο. Ο αιθουσάρχης από την άλλη δεν μπορεί να κάνει «παιχνίδι» γιατί εξαρτάται από τα μεγάλα γραφεία διανομής. Οταν κάποια αίθουσα κάνει προσφορές ή χαμηλώνει εισιτήριο δεν της δίνουν ταινίες να παίξει! Γιατί χάνουν τα ποσοστά τους και έχουν μάθει να μετράνε με ποσοστά. Η δικαιολογία είναι ότι δεν τους αφήνουν οι Αμερικάνοι να το κάνουν. Αλλά αν τους εξηγούσαν την πραγματικότητα στην Ελλάδα θα το δέχονταν και κατά τη γνώμη μου θα είχαν περισσότερα έσοδα. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι όποιος κάνει προσφορές τέτοιου είδους έχει καλύτερη ανταπόκριση.Γι' αυτό ο κόσμος που αγαπάει το καλό σινεμά πρέπει να το διεκδικήσει. Τα περισσότερα σινεμά δε λειτουργούν ή ανήκουν στα μεγάλα μονοπώλια του χώρου. Ολόκληρες πόλεις δεν έχουν μια αίθουσα. Θα μπορούσαν τα σωματεία, οι Λαϊκές Επιτροπές να απαιτήσουν εισιτήριο ανέργων σε όλες τις αίθουσες. Οι φοιτητικοί σύλλογοι, τα σωματεία να διεκδικήσουν τους κλειστούς χώρους. Υπάρχουν σινεμά που είναι κλειστά. Να τα διεκδικήσουν και να τα λειτουργήσουν μόνοι τους. Το θέμα δεν είναι να ξεφορτωθεί ένας δήμος μια αίθουσα στη λογική ποιος μου δίνει τα πιο πολλά. Θα μπορούσαν να παίξουν ποιοτικές ταινίες που να έχει πρόσβαση η λαϊκή οικογένεια. Τα σχολειά να πηγαίνουν να βλέπουν καλό σινεμά.

-- Η κατάργηση της κόπιας και η αντικατάστασή της από την ψηφιακή ταινία δε θα βοηθούσε δεδομένου ότι είναι φθηνότερο σαν μέσο;

-- Το διάδοχο σχήμα, το ψηφιακό, αν και πολύ φθηνότερο, το έχουν πλήρως ελεγχόμενο. Με κωδικούς, κλειδωμένο, με συγκεκριμένους όρους. Το μηχάνημα προβολής στοιχίζει 60 - 100 χιλιάδες ευρώ. Γιατί το βασικό κριτήριο των εταιρειών είναι να μονοπωλήσουν την αγορά. Ετσι, βγήκε ευρωπαϊκό πρόγραμμα για μετατροπή των αιθουσών σε ψηφιακές που αφενός δεν καλύπτει όλο το ποσό αφετέρου οι όροι είναι εξοντωτικοί για τους μικρούς αιθουσάρχες. Πρέπει να έχεις κάνει 20.000 εισιτήρια κάθε χρόνο μέσο όρο τα τρία τελευταία χρόνια. Πράγμα αδύνατο για τους περισσότερους. Θα κλείσουν κι άλλες αίθουσες γιατί δε θα αντέξουν το κόστος μετατροπής. Επίσης, μέχρι τώρα οι εταιρείες παίρνουν τα ίδια ποσοστά για το ψηφιακό με αυτά που έπαιρναν για το φιλμ, την ώρα που το ψηφιακό είναι απείρως φθηνότερο. Ετσι, η αίθουσα νοικιάζει ακριβώς με το ίδιο κόστος. Σε λίγο όποιος δεν έχει τον πανάκριβο ψηφιακό εξοπλισμό δε θα μπορεί να προβάλλει ταινίες.

-- Αρνήθηκαν ποτέ να παίξουν ταινία σου;

-- Υπήρχαν καθηγητές που ήθελαν να παίξουν αντιφασιστικές ταινίες και τα σχολεία τους βάζανε θέμα φόβου από τη Χρυσή Αυγή.

-- Ο όρος «ανεξάρτητη εταιρεία» είναι συμβατός με τον καπιταλισμό;

-- Ανεξάρτητος σημαίνει να μην καθορίζουν την πολιτική σου. Υπήρχαν ανεξάρτητες εταιρείες που μεγάλωσαν και έγιναν μέρος του συστήματος. Αυτό είναι φυσιολογικό στον καπιταλισμό. Δύο από τους σκηνοθέτες που συστήσαμε στο ελληνικό κοινό και που τώρα είναι διάσημοι και πολυβραβευμένοι, ο Σοκούροφ και ο Μπέλα Ταρ, είναι από τους καλύτερους φίλους μας. Επιμένουν να λένε ότι στην Ελλάδα έχουν διανομέα, ενώ έχουν οικονομική πρόταση πολύ μεγαλύτερη. Γιατί βλέπουν σε μας τον εαυτό τους. Επίσης, η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρή αγορά. Αυτό μας σώζει. Γιατί για τον ξένο διανομέα που διανέμει Σοκούροφ το κέρδος του θα είναι πολύ μικρό και εφόσον επιμένει ο σκηνοθέτης τον αφήνει. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τα δικαιώματα αυτών των δύο σκηνοθετών τα έχει μόνο μία εταιρεία. Δεν έχουμε την αυταπάτη σε περιόδους κρίσης ή σε περιόδους που το κίνημα είναι πεσμένο, ξαφνικά να φουντώνει το καλό σινεμά. Δε γίνεται. Αλλά το κρατάμε σε μια αναμονή και σε μια φωτιά όσο μπορούμε ζωντανή ώστε όταν θα έρθει η ώρα να ανταποκριθεί. Εμείς αυτό που μπορούμε να υποσχεθούμε είναι ότι δε θα το πουλήσουμε. Δε θα το προδώσουμε.

               Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ (Ριζοσπάστης)

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

ΤΖΙΓΚΑ ΒΕΡΤΟΦ: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ»

Με την ψυχή της μηχανής


Ενας «βωβός ύμνος» για όλους τους σινεφίλ, στους κινηματογράφους από τις 19 του Απρίλη


Χαρακτηρίστηκε ως «ένα απ' τα αξεπέραστα αριστουργήματα του Σοβιετικού κινηματογράφου», ως «το πείραμα που δημιούργησε μια διεθνή γλώσσα στον κινηματογράφο», ως «βωβός ύμνος για όλους τους σινεφίλ», «ένα μάθημα για τη δύναμη της κινηματογράφησης». Ο λόγος για το αριστούργημα του Τζίγκα Βερτόφ «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» (Σοβιετική Ενωση, 1929, Ασπρόμαυρη, Βωβή), το οποίο η NEW STAR παρουσιάζει, από τις 19 του Απρίλη στους κινηματογράφους.
Ο δημιουργός που εξέφρασε με ρηξικέλευθο τρόπο στον κινηματογράφο, τα ιδεολογικά, αισθητικά και πολιτικά αιτήματα της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, ένας από τους σημαντικότερους θεμελιωτές του σοβιετικού, αλλά και του παγκόσμιου ντοκιμαντέρ, ο εξέχων «μαχητής» της «στρατιάς» των καλλιτεχνών, διανοουμένων, θεωρητικών και δημιουργών που συγκρότησαν αυτό που αργότερα θα καταγραφόταν στην Ιστορία της Τέχνης ως «σοβιετική πρωτοπορία», συμπυκνώνει την πρόθεσή του στο θεωρητικό του έργο μανιφέστο «Εμείς», 1922 σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Εμείς αποκαλύπτουμε τις ψυχές των μηχανών, είμαστε ερωτευμένοι με τον εργάτη στον τόρνο, με τον αγρότη στο τρακτέρ, με το μηχανικό στη μαούνα. Σε κάθε μηχανική δουλειά φέρνουμε τη χαρά της δημιουργίας. Εμείς συνάπτουμε ειρήνη ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μηχανή. Διαπαιδαγωγούμε τον νέο άνθρωπο (...).
Ιδανική προέκταση του ανθρώπινου ματιού


Η ταινία του Βερτόφ «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» παρουσιάζει τη ζωή στην πόλη της Οδησσού και άλλες πόλεις της Σοβιετικής Ενωσης. Από το χάραμα ως το σούρουπο, βλέπουμε τους πολίτες στη δουλειά και στη διασκέδαση. Η κάμερα εστιάζεται τόσο σε άψυχα πράγματα, όπως οι μηχανές και οι λειτουργίες τους, όσο και σε έμψυχα, όπως ζώα και άνθρωποι με τις δραστηριότητές τους. Στο βαθμό που μπορεί να γίνει λόγος για χαρακτήρες, αυτοί είναι ο καμεραμάν του τίτλου και η σύγχρονη Σοβιετική Ενωση που ανακαλύπτει και παρουσιάζει.
Θεατές μπαίνουν σε μια αίθουσα κινηματογράφου. Ο μηχανικός προβολής ετοιμάζει τις μπομπίνες του. Μια ορχήστρα προετοιμάζεται να ερμηνεύσει την συνοδευτική μουσική. Η κάμερα περιγράφει μια πόλη κοιμισμένη μετά την αυγή. Η πόλη θα ξυπνήσει σιγά-σιγά. Μια κοπέλα σηκώνεται και ντύνεται, ένα τρένο παίρνει θέση στις γραμμές για αναχώρηση, και ολόκληρη η πόλη ζωντανεύει, κινείται, τα τραμ, οι μηχανές, τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα. Ο άνθρωπος με την κάμερα σε μια πλατφόρμα πάνω σε αυτοκίνητο, αποτυπώνει σε φιλμ την κίνηση της πόλης. Καταγράφει όλους τους ρυθμούς, από όλες τις γωνιές, τους τροχούς, τις μηχανές, την ράφτρα, την τηλεφωνήτρια, τους εργάτες χειριστές, την μοντέζ της ταινίας. Σιγά-σιγά, ο ρυθμός επιταχύνεται, ο κάμεραμαν σαν να μεθάει από την ταχύτητα...


Τζίγκα Βερτόφ

«Ο άνθρωπος με την κάμερα» είναι μια θαυμάσια εφαρμογή του μανιφέστου του Ντζίγκα Βέρτοφ (DzigaVertov) για τη θεωρία του «Κινηματογράφος - Μάτι». Ο φακός, το μάτι της κάμερας, είναι η ιδανική προέκταση του ανθρώπινου ματιού. Δεν χρειάζονται πια ιστορίες και παραμύθια, λέει ο Βέρτοφ, η πραγματικότητα συλλαμβάνεται και μας χαρίζει την ομορφιά και τη γνώση. Αλλά και την επιβεβαίωση ότι ο νέος άνθρωπος, ο κυρίαρχος των μηχανών, θα είναι και ο κυρίαρχος του κόσμου, του ρεύματος της ζωής, της ποίησης, του σύμπαντος.

Πρωτοπόρος

Ο Βερτόφ γεννήθηκε στην Πολωνία το 1896 και το πραγματικό του όνομα ήταν Ντενίς Αρκάντεβιτς Κάουφμαν. Θέλοντας, ωστόσο, να συμβολίσει ακόμη και μέσα από το ψευδώνυμό του τους ιδεολογικούς και αισθητικούς προσανατολισμούς του, διάλεξε σαν όνομα το «Τζίγκα», που στα πολωνικά σημαίνει «λυκόπουλο» και επώνυμο το «Βερτόφ», βασισμένο στη ρωσική λέξη που αναφέρεται στη συνεχή κίνηση. Αν και οι προεπαναστατικές σπουδές του ήταν στο ψυχονευρολογικό ινστιτούτο της Μόσχας, ωστόσο, ο Οχτώβρης τον βρίσκει πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, στο τμήμα κινηματογραφικών χρονικών της «Κινοκομιτέτ» (επιτροπή κινηματογράφου) της Μόσχας. Εκεί θα συμμετάσχει στο μοντάζ του πρώτου σοβιετικού κινηματογραφικού χρονικού «Κινηματογραφική Εβδομάδα» (1918 - 19).
Στον εμφύλιο που ακολούθησε την Επανάσταση, ο Βερτόφ θα είναι ένας από τους μπολσεβίκους κινηματογραφιστές και άλλους καλλιτέχνες που επάνδρωσαν τα θρυλικά «προπαγανδιστικά τρένα», τα οποία «όργωναν» το νεαρό σοβιετικό κράτος για να αφυπνίσουν και να ενδυναμώσουν τις λαϊκές συνειδήσεις ενάντια στη λυσσαλέα επίθεση της εγχώριας μπουρζουαζίας και των σπαραγμάτων της αριστοκρατίας και των ξένων συμμάχων τους. Αναδείχτηκε σε επικεφαλής των κινηματογραφικών συνεργείων στα μέτωπα του εμφυλίου, εντυπωσιακά όσο και επικίνδυνα γυρίσματα που μετατράπηκαν σε ταινίες όπως «Η μάχη στο Τσαρίτσινο» (1919), «Ιστορία του εμφυλίου πολέμου» (1922) κ.ά.
Ο Βερτόφ αναζητώντας διαρκώς νέους τρόπους, από το γύρισμα μέχρι και το μοντάζ, δούλεψε πάνω στην «αντιπαράθεση» των σκηνών στο μοντάζ, χρησιμοποιώντας στα κατάλληλα σημεία και γραπτές πινακίδες (τίτλους), σε μια προσπάθεια να κάνει το θεατή «συμμέτοχο» των γεγονότων που παρατίθενται. Η αναζήτηση αυτή άνοιξε νέους δρόμους, τόσο για το ντοκιμαντέρ, όσο και για τον κινηματογράφο, με πρωτόγνωρους, για την εποχή, πειραματισμούς, οι οποίοι εξακολουθούν να λειτουργούν εξίσου δελεαστικά και στο σημερινό θεατή. Η θέση του ότι ο ντοκιμαντερίστας οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς καμία σκηνοθετική παρέμβαση, προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις, ακόμη και πολεμικές, μεταξύ των συναδέλφων του και της κριτικής. Εκείνος όμως υπερασπιζόταν με πάθος ότι «ο κινοκισμός είναι η τέχνη της οργάνωσης των αναγκαίων κινήσεων των πραγμάτων μέσα στο χώρο και στο χρόνο σε ένα ρυθμικό καλλιτεχνικό σύνολο, εναρμονισμένο με τις ιδιότητες του υλικού και τον εσωτερικό ρυθμό κάθε πράγματος».
Παράλληλα, συμμετέχει στα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής και δουλεύει μέσα από αυτά για τη διαμόρφωση της επαναστατικής τέχνης μαζί με προσωπικότητες όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρικ, ο Αϊζενστάιν κ.ά.

Ο κινηματογράφος της αλήθειας

Ο Βερτόφ εξέφρασε τις ιδέες του με εκπληκτικά αισθητικά και προπαγανδιστικά αποτελέσματα στο περίφημο κινηματογραφικό, θεματικό «περιοδικό» κάτω από το γενικό τίτλο «Κινοπράβντα» (μεταξύ 1922 - 1924). Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της περιόδου είναι η ταινία «Κινο - Γκλαζ» («Κινηματογραφικό μάτι») του 1924, το οποίο διακρίθηκε και στη διεθνή έκθεση του Παρισιού την ίδια χρονιά. Με την ταινία αυτή, ο Βερτόφ εισηγείται ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ποιητικό, όχι μυθοπλαστικό, κινηματογράφο της τεκμηρίωσης, όπου η κάμερα κινηματογραφεί τη ζωή με αναπάντεχο τρόπο. Πάνω στο ίδιο μοτίβο δημιουργεί μερικές από τις καλύτερες ταινίες του Σοβιετικού - και όχι μόνο - κινηματογράφου, όπως: «Λενινιστική κινοπράβντα» (1924), «Στην καρδιά του αγρότη ο Λένιν ζει» (1925), «Προχώρα, Σοβιέτ!» (1927), «Ενδέκατος» (1928), «Το ένα έκτο της γης» (1929), «Η Συμφωνία του Ντονμπάς» (1930) και «Τρία τραγούδια για τον Λένιν» (1934), με τις οποίες μεταφέρει στο πανί, με έναν ασύλληπτο δημιουργικό τρόπο, το πάθος με το οποίο οικοδομούν το σοσιαλισμό οι λαοί της ΕΣΣΔ, τη μάχη που δίνουν Κόμμα, εργάτες και αγρότες για την εφαρμογή των λενινιστικών διδαγμάτων. Στις περισσότερες από τις ταινίες του ο Βερτόφ υπογράφει και το σενάριο.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Τρόμος και αθλιότητα του κινηματογράφου



Σκέψεις πάνω στην ταινία «Δεμένη Κόκκινη Κλωστή»





Σκηνή από την εν λόγω ταινία 

Ο ακήρυχτος πόλεμος για τον εκφοβισμό και την άνευ όρων παράδοση του λαού στην εξαθλίωσή του έχει πολλά όπλα. Ανάμεσα στα πιο αποτελεσματικά συγκαταλέγεται και η τέχνη. Στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και των κομμάτων της να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος και την ισχυροποίηση του ΚΚΕ σημαντικό ρόλο έχει αναλάβει και ο κινηματογράφος, όπως σειρά γεγονότων καταμαρτυρούν. Για παράδειγμα, δεν είναι ούτε συμπτωματική, ούτε αγαθή - εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις - η επιλεκτική προτίμηση του ελληνικού κινηματογράφου στον εμφύλιο τα τελευταία ειδικά χρόνια, όπως δεν ήταν τυχαία και η παλιότερη εμμονή του αμερικανικού κινηματογράφου στο Βιετνάμ.

Μια πρόσφατη απόδειξη αποτελεί η ταινία του σκηνοθέτη Κώστα Χαραλάμπους «Δεμένη κόκκινη κλωστή», η οποία μάλιστα - σε αντίθεση με τα φονικά χτυπήματα που δέχεται στις μέρες μας σχεδόν κάθε ανιδιοτελής καλλιτεχνική προσπάθεια - έτυχε υποστήριξης και αμέριστης διευκόλυνσης τόσο από τους παραγωγούς της, όπως η κρατική ΕΡΤ, όσο και από το ισχυρότερο μονοπώλιο της κινηματογραφικής διανομής στη χώρα μας, την Odeon. Μια υποστήριξη καθόλου αδικαιολόγητη, αφού η ταινία φιλοδοξεί να ανταμείψει τους «επενδυτές» της, αν όχι οικονομικά, οπωσδήποτε ιδεολογικά και πολιτικά.
Κι αυτό γιατί το θέμα της είναι μεν ο εμφύλιος, το περιεχόμενό της όμως αφορά το σήμερα και συγκεκριμένα τις ολέθριες δήθεν συνέπειες που θα έχει στη ζωή και την οντότητα κάθε αγνού και φιλειρηνικού ανθρώπου η άνοδος και η όξυνση της ταξικής πάλης, εφόσον σ' αυτήν πρωτοστατεί το ΚΚΕ.
Η εισαγωγή της ταινίας επιδιώκει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του θεατή, παίρνοντας τάχα το μέρος των αδικημένων. Ενα τέχνασμα που αποσκοπεί να προσδώσει αληθοφάνεια στις δυνατές δόσεις κατασυκοφάντησης της λαϊκής πάλης και υποδόριου αντικομμουνισμού που ελλοχεύουν στο ξετύλιγμα της πλοκής της με εμφανείς προεκτάσεις στο σήμερα, και συνοψίζονται στα παρακάτω:
Στον εμφύλιο πόλεμο δε συγκρούστηκαν τα αντίμαχα κοινωνικά - ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και της πλειονότητας του ελληνικού λαού με εκείνα της ντόπιας πλουτοκρατίας και των ξένων συμμάχων της για το ποια τάξη θα έχει την εξουσία. Ηταν πάλη κάποιων ομάδων με στενά κομματικά και άλλου είδους ψυχολογικά π.χ. κίνητρα, όπως «το άσβεστο, σχεδόν μεταφυσικό μίσος των αντίπαλων στρατοπέδων», ένα είδος κοινωνικού αυτοματισμού δηλαδή.
Eπομένως, ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού με την καθοδήγηση του ΚΚΕ δεν είχε στην πραγματικότητα όραμα και ιδανικά. Ηταν αγώνας αντεκδίκησης και εξουδετέρωσης των πολιτικών αντιπάλων του, όπως γίνεται και στην ταινία «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης», όπου αγνοούνται προκλητικά οι ζωτικές κοινωνικές αιτίες της σύγκρουσης των εποίκων Ιρλανδών με τους αυτόχθονες Νεοϋρκέζους, για να προβληθεί η ωμότητα και η αγριότητά της, άρα και η αναγκαιότητα να μπει επιτέλους τάξη.
Η κομματική ηγεσία εγκλώβισε φιλήσυχους οικογενειάρχες σε έναν αδιέξοδο και παράλογο κύκλο μίσους και αίματος, καταστρέφοντας όχι μόνο τη ζωή τους, αλλά και την ηθική, ψυχική και πνευματική τους υπόσταση με τη μετατροπή τους σε στυγερούς δολοφόνους και αποκτηνωμένους βασανιστές ακόμη και αθώων γυναικόπαιδων!
Για να διαλυθεί και η παραμικρή αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς στόχους της ταινίας, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο δελτίο Τύπου που την προανάγγειλε. Σύμφωνα με αυτό, πίσω από τους αιματηρούς αγώνες και τα δράματα της ιστορίας δεν υπάρχει η ταξική πάλη, αλλά «οι θεωρούμενες πιο "προικισμένες" ομάδες», όπως καλή ώρα το ΚΚΕ, που «ονοματίζουν το συμφέρον τους καθήκον, και προσπαθούν να το επιβάλουν σε άλλες ομάδες νομιμοποιώντας τη χρήση και της πιο απεχθούς βίας γι' αυτό που θεωρούν ως ιερή αποστολή "για το καλό της ανθρωπότητας"»!
Στην ουσία, η ταινία διακατέχεται από τη μεταμοντέρνα θεωρία της ιστορικής αποδόμησης, περί της τρίτης και δήθεν «ουδέτερης» και «αμερόληπτης» - έξω από τους δύο ταξικούς υποκειμενισμούς - άποψης. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η αφήγηση δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για την ίδια την ιστορία, αλλά για μεμονωμένα εμπειρικά, βιωματικά περιστατικά της, υποκειμενικά σαφώς επιλεγμένα, που δημιουργούν ένταση και σασπένς τύπου σπλάτερ. Μια θεωρία πολύ βολική για να μπορεί καθένας ελεύθερα να παραποιεί την ιστορία και αυθαίρετα να την ερμηνεύει σε όφελος των συμφερόντων του κεφαλαίου και της κυρίαρχης ιδεολογίας, παρουσιάζοντάς την ως καθολικά «αντικειμενική», όπως γίνεται και στην «Κόκκινη κλωστή».
Σ' αυτό το περίγραμμα, καμία έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι η ταινία, προκειμένου να παραλύσει από φόβο και εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «υποταγή ή εμφύλιος όλεθρος» το μυαλό του θεατή, δανείζεται τις τεχνικές και τα ειδικά εφέ της από τις αμερικάνικες ταινίες τρόμου. Αίμα, τανάλιες, ψαλίδια, λεπίδια, καρφιά, όλα τα σατανικά σύνεργα βασανισμού και βίας επιστρατεύονται σ' αυτήν την αποστολή στο όνομα του ρεαλισμού, ενώ ο φακός ζουμάρει καταγράφοντας επίμονα και εξονυχιστικά και την πιο ανατριχιαστική λεπτομέρεια, ειδικά όταν αυτή αφορά την εγκληματικότητα των «ένοπλων αριστερών», σε μια προσπάθεια αναπαλαίωσης της πιο ξετσίπωτης και μισαλλόδοξης αστικής προπαγάνδας των δεκαετιών του '50 και του '60 για τα «κονσερβοκούτια» των «ληστοσυμμοριτών». O μόνος λόγος που το έργο αναφέρεται στις ωμότητες και της άλλης πλευράς, είναι για να εξισωθεί τελικά ο κομμουνισμός με το φασισμό, ο οποίος σε καμία περίπτωση βέβαια δεν αντιμετωπίζεται ως το άλλο πρόσωπο της «αστικής δημοκρατίας» και γέννημα της ίδιας μ' αυτήν μήτρας, της αστικής εξουσίας δηλαδή.
Με λίγα λόγια αυτού του είδους τα μεταμοντέρνα ιδεολογικοπολιτικά επινοήματα, που δεν είναι μόνον κινηματογραφικά, αφού στις μέρες μας αξιοποιούνται κατά κόρον από την αστική πολιτική, την ιστοριογραφία, την τηλεόραση, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, έχουν ένα γενικότερο στόχο. Να παρασύρουν με όρους ψυχολογικούς το δέκτη τους, μετατοπίζοντας την προσοχή του από το πρόβλημα της ιστορικής πραγματικότητας και τις αιτίες του στη χυδαιότερη επιφάνεια μιας συνειδητής και σκόπιμης περιπτωσιολογίας (π.χ. μια καθαρίστρια στην τάδε δημόσια υπηρεσία παίρνει 3.000 ευρώ μισθό) για να ακυρώσουν την κρίση και τη λογική του και να τον εμποδίσουν να συνειδητοποιήσει μονομιάς τα ταξικά και βλαβερά για το λαό μηνύματά τους. Απευθυνόμενοι σε στιγμιαίες και παροδικές αισθήσεις και παραβιάζοντας κατάφωρα την αλήθεια και τη λογική πρώτα και κύρια επιδιώκουν να καταδικαστεί στη λαϊκή συνείδηση ως ωμή, αποτρόπαιη βία και «ολοκληρωτισμός» η πάλη της εργατικής τάξης για το δίκιο της και να αμαυρωθεί η ηθική και ιδεολογική - πολιτική υπεροχή της οργανωμένης πρωτοπορίας της, των κομμουνιστών. Να αφαιρέσουν δηλαδή από το λαό τα μόνα του όπλα και στηρίγματα, τη δυνατότητά του να δει ότι υπάρχει εναλλακτική γι' αυτόν λύση, που έχει τη δύναμη να την επιβάλλει. Πρόκειται για επικίνδυνες και ύπουλες μεθόδους, που όσο θα σαπίζει το καπιταλιστικό σύστημα και θα διογκώνονται τα αδιέξοδά του, τόσο θα εντείνονται, γι' αυτό και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθούν.
Ωστόσο, οι μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις, σε πείσμα των κάθε λογής πολιτικών, δημοσιογραφικών ή καλλιτεχνικών εκφοβιστών και εκβιαστών του λαού, είναι αναπόφευκτες σε συνθήκες απότομης όξυνσης των λαϊκών προβλημάτων και αδυναμίας των «πάνω» να τα διαχειριστούν, όσο αναπόφευκτοι και αμείλικτοι είναι οι νόμοι της ιστορίας, δηλαδή της κοινωνικής εξέλιξης.

                                               Ε. Μ. - Γ. Σ.
                                             Ριζοσπάστης

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Το επαναστατικό χρώμα της «Οπερας της πεντάρας»


Δριμύ «κατηγορώ» στο καπιταλιστικό σύστημα

Στους κινηματογράφους, για πρώτη φορά στην Ελλάδα ταυτόχρονα, η original γερμανική και γαλλική version


Μια από τις πιο δυνατές κινηματογραφικές δημιουργίες, «Η όπερα της πεντάρας», το κλασικό αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Γκεόργκ Βίλχελμ Παμπστ, με την αξεπέραστη μουσική του Κουρτ Βάιλ, προβάλλεται στους κινηματογράφους, για πρώτη φορά στην Ελλάδα ταυτόχρονα η original γερμανική και γαλλική version. Ενα επίκαιρο, σαρκαστικό, σχόλιο για το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Μια σάτιρα για όσα σήμερα απλώς επαναλαμβάνονται στο γύρισμα του χρόνου, εν μέσω βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης...

«Κυρίες και κύριοι σκεφτείτε,

τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας

μπροστά στην ίδρυσή της

και τι η δολοφονία ενός ανθρώπου

μπροστά στην πρόσληψή του» 



(Μπέρτολτ Μπρεχτ)

Καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία

Η «Οπερα της πεντάρας» γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928, την παραμονή δηλαδή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, με το οικονομικό κραχ του 1929. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζον Γκέι «H Οπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα, αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Λίγο αργότερα, το 1931 σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Γκεόργκ Βίλχελμ Παμπστ. Ο Παμπστ γύρισε την ταινία σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική, με δύο καστ (Γερμανούς και Γάλλους ηθοποιούς). Ογδόντα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ «κατηγορώ» στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα, που είναι σύμφυτο με την ανεργία και την εμπορευματοποίηση των πάντων. Εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη. Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία - βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου.

Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που διανύουμε, εποχές όπου το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό σύστημα περνά την πιο βαθιά του κρίση.
Το 1930, ο Γκέοργκ Βίλχεμ Παμπστ άρχισε τα γυρίσματα της «Οπερας της πεντάρας», σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική με διαφορετικούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά με τους ίδιους ηθοποιούς στους δεύτερους ρόλους και τα ίδια σκηνικά. Ο λόγος ήταν πως ήθελε, όπως και πολλοί άλλοι σκηνοθέτες της ίδιας εποχής, να χαρίσει στην ταινία το διεθνές κύρος που είχαν οι ταινίες του βωβού κινηματογράφου μερικά χρόνια πιο πριν. Η πρακτική όμως αυτή διόγκωνε τον προϋπολογισμό και παρέτεινε το χρόνο των γυρισμάτων κι έτσι, εγκαταλείφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '30. Οσες ταινίες επέζησαν εκείνης της περιόδου σε δύο εκδοχές, προσφέρουν συναρπαστικό υλικό για σύγκριση. Η εταιρεία παραγωγής Warner Bros, σε συνεργασία με την Nero Film, σκόπευε να γυρίσει την ταινία και σε αγγλική εκδοχή, αλλά η ιδέα αυτή σκιάστηκε από τη δικαστική διαμάχη του Μπρεχτ και του Βάιλ με τη Nero Film. Λόγος ήταν πως οι δύο δημιουργοί θεωρούσαν πως η εταιρεία παραγωγής είχε διαστρεβλώσει το έργο τους. Αργότερα, αποδείχτηκε πως ο ίδιος ο Μπρεχτ είχε κάνει μόνος τους πολλές αλλαγές στο σενάριο της ταινίας του Παμπστ και έτσι έχασε το δικαστήριο, αλλά ο Βάιλ κέρδισε παίρνοντας και αποζημίωση.

Αντικαπιταλιστικό μήνυμα

Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ είχαν όμως δίκιο. Η ταινία έχει αρκετές διαφορές από το θεατρικό. Στόχος τους ήταν ένα έργο «από ζητιάνους, για ζητιάνους» με λιτά σκηνικά και κοστούμια, ενώ ο Παμπστ μαζί με τον καλλιτεχνικό διευθυντή Αντρέγιεφ έστησαν το πιο εντυπωσιακό σκηνικό ταινίας που είχε ποτέ δει το γερμανικό θέατρο. Ο Μπρεχτ πίστευε, σύμφωνα με την περίφημη θεωρία της «αποξένωσης», πως το κοινό του παρακολουθούσε ένα δράμα και δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με τους χαρακτήρες. Ο Παμπστ, από την άλλη, μέσω του μονοκόμματου μοντάζ και της κλίσης του για ψυχολογική εξερεύνηση των χαρακτήρων, εμπλέκει το θεατή. Αρκετά από τα πιο πικρά και καυστικά τραγούδια του θεατρικού, λείπουν από την ταινία. Ωστόσο, η ταινία, με το αιχμηρό και έντονο αντικαπιταλιστικό κλείσιμό της, παίρνει ουσιαστικά μια πιο ισχυρή πολιτική θέση σε σχέση με το θεατρικό έργο. Ο Μπρεχτ δεν είδε τη γαλλική βερσιόν της ταινίας, η οποία, μάλλον θα τον ενοχλούσε περισσότερο. Λείπουν μερικές μικρές σκηνές λόγω της γαλλικής λογοκρισίας της εποχής εκείνης, αλλά ακόμη και αν υπήρχαν, πάλι η γαλλική εκδοχή θα ήταν δέκα λεπτά μικρότερη από τη γερμανική, καθώς οι Γάλλοι ηθοποιοί παίζουν με ταχύτερο ρυθμό.

Η πρεμιέρα της ταινίας στη Γερμανία έγινε στις 19 Φεβρουαρίου του 1931 και σύντομα προβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Πολύ σύντομα, η φήμη του έργου έφτασε στην Αμερική, όπου προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 13 Απριλίου του 1933 στο Empire Theatre της Νέας Υόρκης. Αξίζει να σημειωθεί πως στην ταινία του Παμπστ, το ρόλο της Τζένη έχει η βιεννέζα ηθοποιός Λότε Λένια, ο μεγάλος έρωτας και σύζυγος του Κουρτ Βάιλ.
Η ταινία αποτελεί ορόσημο των πρώιμων χρόνων του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο Παμπστ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύ όμορφη οπτική αίσθηση του χώρου και του χρόνου στο βικτοριανό Σόχο του Λονδίνου. Ο σκιερός φωτισμός αναδεικνύει το στοιχείο της διεφθαρμένης κοινωνίας και τα τραγούδια μας διασκεδάζουν με τον κυνισμό τους («Μακ ο Μαχαιροβγάλτης»), τον κυνισμό για την αφελή αγάπη («Το γαμήλιο τραγούδι των φτωχών»), το κυνισμό της ρεαλιστικής αγάπης («Το τραγούδι της Πόλυ»), τον κυνισμό του στρατού («Τραγούδι των κανονιών») και τέλος τον κυνισμό της απέχθειας («Η Τζένη των πειρατών»).

Η υπόθεση

Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του Μακήθ Μέσερ ή Μακ του Μαχαιροβγάλτη. Ενός δολοφόνου, βιαστή, εμπρηστή και κλέφτη. Ο Μακήθ, εμφανίζεται ως αξιοπρεπής κύριος με το στενό του κοστούμι, το γκρι του καπέλο και την ακριβή πίπα τσιγάρου από ελεφαντόδοντο, κι έτσι ρίχνει εύκολα τους άλλους στα δίχτυα του. Γι' αυτόν τα μαθαίνουμε όλα από έναν πλανόδιο μουσικό, που διασκεδάζει το πλήθος στο δρόμο, λέγοντας ιστορίες με τα κατορθώματα του περιβόητου κακοποιού. Στην ιστορία μπαίνει τώρα ο Ιερεμίας Πήτσαμ, ο οποίος δηλώνει φτωχός, αλλά είναι ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εταιρείας ζητιάνων στο Λονδίνο, την «Τζόναθαν Τζερεμάια Πήτσαμ ΑΕ». Ο Πήτσαμ προσλαμβάνει ανέργους και τους εκμεταλλεύεται, μετατρέποντάς τους σε «εξειδικευμένους» ζητιάνους που εργάζονται γι' αυτόν. Ο Μακήθ ερωτεύεται την όμορφη Πόλυ, κόρη του Πήτσαμ, ενώ βάζει στο μάτι και την «επιχείρησή» του. Ετσι, παντρεύεται κρυφά την Πόλυ με σκοπό να βάλει χέρι στα κέρδη. Ο γάμος γίνεται σε μια σκονισμένη υπόγεια αποθήκη, διακοσμημένη πολυτελώς με κλεψιμαίικα από τα καλύτερα μαγαζιά του Λονδίνου και με την παρουσία ζητιάνων και ληστών, αλλά και του Τάιγκερ Μπράουν (ή Μπράουν ο Τίγρης), αρχηγού της αστυνομίας και κολλητού του Μακήθ! Οταν ο Πήτσαμ το μαθαίνει, καταλαβαίνει ότι η «εταιρεία» του κινδυνεύει, και αποφασίζει να εκδικηθεί τον Μακήθ. Προσπαθεί λοιπόν να τον καταδώσει στην αστυνομία, και απειλεί τον Τάιγκερ Μπράουν πως αν δε συλλάβει τον Μακήθ, θα οργανώσει εξέγερση όλων των ζητιάνων της πόλης με σκοπό τη διατάραξη της επικείμενης στέψης της βασίλισσας. Ο Τάιγκερ προειδοποιεί τον Μακήθ, και ο Μακήθ καταφεύγει στην Τζένη, την ερωμένη του, ζητώντας της να τον κρύψει. Η Τζένη όμως θα τον προδώσει από ζήλια και θα τον παραδώσει στην αστυνομία. Ο Μακήθ κλείνεται στη φυλακή, περιμένοντας την κρεμάλα. Εν τω μεταξύ, η Πόλυ έχει αναδειχτεί σε εξαιρετική αρχηγός των ζητιάνων - παίρνοντας την «κλίση» του πατέρα της. Η πανουργία του Πήτσαμ βρίσκει συνεργό την πεποίθηση του Μακήθ ότι όλα λύνονται με απειλές και χρήμα, κι έτσι, συμφωνούν από κοινού ότι ο πιο εύκολος τρόπος να ληστεύουν τους άλλους δεν είναι πλέον με τον παράνομο τρόπο, αλλά με την ίδρυση μιας τράπεζας, μέσω της οποίας θα ληστεύουν τους άλλους νόμιμα! Ετσι, με αυτό το «χαρούμενο» τέλος, μένουν όλοι ευχαριστημένοι!

(Οι δύο ταινίες με ενιαίο εισιτήριο προβάλλονται στον κινηματογράφο CAPITOL ΖΕΦΙΡΟΣ, Ιουλιανού & 3ης Σεπτεμβρίου 74-78 από την New Star).

                                             Σ. ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

ΤΑΤΙΑΝΑ ΛΙΟΖΝΟΒΑ: Ο Στίρλιτς δακρύζει...



«Εφυγε» η σκηνοθέτρια των «17 στιγμών της Ανοιξης» αφήνοντας πίσω της όχι μόνο ένα σπουδαίο έργο, αλλά και ένα πολύτιμο μάθημα ζωής, αξιοπρέπειας και συνέπειας

Σκηνή από την τηλεοπτική σειρά «17 στιγμές της Ανοιξης»

Στις 29 του περασμένου Σεπτεμβρίου «έφυγε» από τη ζωή ένας σπουδαίος άνθρωπος: Η Σοβιετική σκηνοθέτρια, Τατιάνα Λιόζνοβα, στα 88 της χρόνια. Ο λαός μας, αν και μπορεί να μην ξέρει την ίδια, γνωρίζει όμως πολύ καλά μία από τις σημαντικότερες στιγμές της καλλιτεχνικής της δημιουργίας που προβλήθηκε και στην Ελλάδα: Τη σκηνοθεσία της εκπληκτικής μεταφοράς στην τηλεόραση, του γνωστού έργου του Γιουλιάν Σεμιόνοφ, «17 στιγμές της Ανοιξης», σε 12 επεισόδια, που άρχισαν να προβάλλονται στη σοβιετική τηλεόραση τον Αύγουστο του 1973, καθηλώνοντας δεκάδες εκατομμύρια τηλεθεατών εντός και εκτός ΕΣΣΔ. Μια σειρά που δραματοποίησε με πλήρη καλλιτεχνική επιτυχία τη μυθιστορηματική εκδοχή του αντιφασιστικού αγώνα μέσα στη «φωλιά» του ναζιστικού θηρίου, στα πολιτικά και στρατιωτικά επιτελεία του. Ενα μυθιστόρημα τόσο πιστό στις ιστορικές λεπτομέρειες που ο ήρωάς του, Σοβιετικός κατάσκοπος με το γερμανικό όνομα Στίρλιτς, να θεωρείται από ορισμένους ότι είχε σαν πρότυπο τον υπαρκτό «γκάουπτστουρμφίρερ» των ΕΣ-ΕΣ, Βίλι Λέμαν, ανώτατο στέλεχος της αντικατασκοπίας της γκεστάπο, ο οποίος δούλεψε για την ΕΣΣΔ με τον κωδικό Α - 201 και το ψευδώνυνο «Μπράιτενμπαχ».
Στη σειρά εμφανίζονται τουλάχιστον 200 ηθοποιοί, με τα κοστούμια να προέρχονται από πολλές φάμπρικες της ΕΣΣΔ. Μόνο για τον πρωταγωνιστή, τον ηθοποιό Βιατσεσλάβ Τίχονοφ, που ενσάρκωσε τον Στίρλιτς, ράφτηκαν 100 πουκάμισα και 11 κοστούμια. Το πάθος όλων των συντελεστών για την καλλιτεχνική επιτυχία της σειράς, πάθος που βασίστηκε στον απέραντο σεβασμό των λαών της ΕΣΣΔ για τους ήρωες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου και της Αντιφασιστικής Νίκης, έκανε φανερό από την αρχή, ότι το εγχείρημα ξεπερνούσε την υλοποίηση μιας ακόμη κρατικής παραγγελίας στο στούντιο «Γκόρκι».


«Αμετανόητη»...

Η Τατιάνα Λιόζνοβα με τον πρωταγωνιστή των «17 στιγμών της Ανοιξης» Βιατσεσλάβ Τίχονοφ
Η επιτυχία της σειράς ήταν τόσο μεγάλη που αργότερα ο Τίχονοφ - του οποίου η δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητα εκτινάχθηκε στα ύψη - θα έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι η Λιόζνοβα «μου άλλαξε το όνομα», για να δείξει πόσο ο λαός τον ταύτισε με τον Στίρλιτς. Τόσο η σειρά, όσο και ο ήρωάς της έχουν μπει στο πνευματικό «DNA» των Ρώσων. Το έργο επαναπροβάλλεται συνεχώς, όχι μόνο στη Ρωσία και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, αλλά και στο εξωτερικό.
Οι «17 στιγμές της Ανοιξης» δεν ήταν η μοναδική σκηνοθετική δουλειά της Λιόζνοβα. Ηταν όμως αυτή που την χαρακτήρισε. Δεν ήταν όμως μόνο το έργο της που έκανε το λαό της Μόσχας να την αποχαιρετήσει μαζικά στην κηδεία της. Ηταν σίγουρα και το γεγονός ότι αυτή η καταπληκτική καλλιτέχνιδα «έφυγε»... «αμετανόητη». Μέσα της ήταν πάντα πολίτης της ΕΣΣΔ και αυτό δεν το έκρυψε μέχρι το τέλος. Τίμησε τη χαμένη της πατρίδα και τις κάθε άλλο παρά χαμένες αξίες της και την αξιοπρέπειά της. Οχι μόνο δεν εξαργύρωσε το όνομά της στις «αρένες» του εμπορευματοποιημένου, άθλιου πολιτισμού των «νεο-Ρώσων» της αστικής «ελίτ», αλλά ακριβώς γι' αυτό πλήρωσε με ψηλά το κεφάλι το τίμημα: Μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση και μέχρι το θάνατό της ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, αν και είχε την επιλογή για το αντίθετο. Αρνήθηκε να προδώσει τις ιδέες της γι' αυτό και η τελευταία της ταινία ήταν το 1986. Το 2003 έφτασε στο σημείο να προκαλέσει - χωρίς όμως να το γνωρίζει γιατί δεν επρόκειτο να το αποδεχθεί - την κινητοποίηση των συναδέλφων της, για να μαζέψουν χρήματα και να νοσηλευθεί στο νοσοκομείο λόγω της βαριάς αρρώστιας της.

Τατιάνα Λιόζνοβα
Στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε τα τελευταία χρόνια ήταν φανερή η πίστη της στις παρακαταθήκες της σοσιαλιστικής πατρίδας. «Για μένα», έλεγε, «το σημαντικότερο είναι πως η χώρα μας ήταν η μοναδική που έχτιζε το δικό της δρόμο ανάπτυξης στις αρχές της φιλίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Σε αυτόν τον δρόμο ήταν ακόμη παιδί. Αραγε είναι μεγάλη η ηλικία των 70 χρόνων για μια υπερδύναμη; Σήμερα πολλοί κατηγορούν το λαό μας ότι "ξέμεινε" στη σοβιετική εποχή, φτύνουν το παρελθόν μας, τους σκοτωμένους μας, τις χήρες και τα ορφανά. Θεωρώ πως όλοι μας είμαστε προδότες, κι εγώ μέσα σ' αυτούς, γιατί προδώσαμε και πουλήσαμε την ανεπανάληπτη χώρα μας. Αλλά πολλοί πιστεύουν ότι η δόξα της πατρίδας μας θα αναγεννηθεί. Κι εγώ το πιστεύω».

Η Λιόζνοβα γεννήθηκε στη Μόσχα το 1924. Το 1941, με την έναρξη της φασιστικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ, ο πατέρας της εντάσσεται σε εθελοντικό στρατιωτικό απόσπασμα και σκοτώνεται την ίδια χρονιά πολεμώντας τους ναζί. Το 1949 παίρνει το πτυχίο σκηνοθεσίας με άριστα από το θρυλικό «ΒΓΚΙΚ» (Πανσοβιετικό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας). Γύρισε την πρώτη της ταινία το 1958. Βραβεύτηκε πολλές φορές από την πατρίδα της, μεταξύ άλλων και με το Μετάλλιο της Οχτωβριανής Επανάστασης.
Το 2006 την είχαν ρωτήσει γιατί σταμάτησε να σκηνοθετεί. «Αν υπήρχε κάτι που να μίλαγε στην καρδιά μου ίσως να το σκηνοθετούσα» είχε απαντήσει. «Αλλά όχι. Αλλαξαν πολύ οι καιροί. Υπάρχουν πολλά σήμερα που δεν καταλαβαίνω καθόλου. Εχω την αίσθηση ότι η μεγάλη χώρα μου έχασε αυτό για το οποίο την αγαπήσαμε και τη σεβόμασταν. Και πονάω από αυτό. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι νιώθουν έτσι».
Τη ρώτησαν και αν βλέπει σήμερα τηλεόραση. «Πολύ λίγο» απάντησε. «Μόνο ειδήσεις. Στη σημερινή μας τηλεόραση μπορείς να δεις μια ατέλειωτη παρέλαση από γυμνά στήθη, αφαλούς, γόνατα, τρεμάμενα κρεβάτια. Αραγε, τόσο πολύ τους απασχολεί η αύξηση του πληθυσμού; Φαίνεται ότι η διοίκηση της τηλεόρασης θεωρεί, ότι ΑΥΤΟ χρειάζεται ο λαός μας. Εγώ νομίζω ότι ο λαός είναι ικανός για μεγαλειώδη κατορθώματα, άξιος για το διαφορετικό. Ο λαός που νίκησε στον πόλεμο, που έδωσε στον κόσμο τον Γκαγκάριν... Σκεφτείτε μόνο πόσα περάσαμε, πόσα καταφέραμε, πόσο μακριά βαδίσαμε - όλη η σοβιετική μας χώρα! Και τι περηφάνια νιώσαμε. Νομίζω ότι δεν είναι δίκαιο να διαγράφεις όλα αυτά και για αντάλλαγμα να δίνεις στην τηλεόραση αυτό που έχουμε σήμερα...».
Η Λιόζνοβα είχε δώσει εντολή στην κηδεία της να μην εκφωνηθούν επικήδειοι και να μην παραβρεθούν επίσημοι. Εγιναν σεβαστά και τα δύο.
 
Για την ιστορία να πούμε ότι έστειλε στεφάνι ο πρόεδρος Μεντβέντεφ... και η ρωσική Υπηρεσία Αντικατασκοπίας, προφανώς λόγω... Στίρλιτς.
Οι ουσιαστικοί «επικήδειοι» γράφτηκαν από απλούς ανθρώπους στο διαδίκτυο, με λόγια όπως αυτά: «Φεύγουν οι τελευταίοι από αυτούς που δημιούργησαν για να κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο»...

                                   Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Ταινία - «προσκύνημα» στο Μπλόκο της Κοκκινιάς


Η ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ Κοκκινιάς, στο πλαίσιο των εκδηλώσεών της για τα 67 χρόνια από το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ανήμερα της επετείου, στις 17/8, στις 8.45 μ.μ., θα προβάλει στη Μάντρα - τόπο της μαζικής εκτέλεσης ΕΑΜιτών αγωνιστών, την σπουδαία ταινία του Αδωνι Κύρου, «Μπλόκο»

                                                                                    Σκηνή από την ταινία
Η πολύ σημαντική, αλλά «ξεχασμένη» ταινία του σπουδαίου δημιουργού και θεωρητικού του Κινηματογράφου, συγγραφέα και αγωνιστή του ΕΑΜ, Αδωνι Κύρου «Μπλόκο»(1964), αφιερωμένη στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, θα προβληθεί, στις 17/8 (8.45 μ.μ.), στη Μάντρα, τον τόπο της μαζικής θυσίας Κοκκινιωτών αγωνιστών. Την προβολή οργανώνει η ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ Κοκκινιάς. Από τις18/8, η ταινία, σε διανομή της «ΝEW STAR», θα προβάλλεται στους κινηματογράφους.
Ο Αδωνις Κύρου για να τιμήσει τους ΕΑΜίτες αγωνιστές, που εκτέλεσαν οι ναζί στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, επέλεξε σημαντικούς συνεργάτες για την ταινία του: Μεμάς Σταύρου - σενάριο.Μίκης Θεοδωράκης - μουσική. Γιώργος Πανουσόπουλος - Γρηγόρης Δανάλης - φωτογραφία. Τάσος Ζωγράφος - σκηνογραφία, πολλούς άλλους καλλιτεχνικούς συντελεστές και τους ηθοποιούς: Μάνο Κατράκη, Κώστα Καζάκο, Γιάννη Φέρτη, Ζωρζ Σαρρή, Ξένια Καλογεροπούλου, Αλεξάνδρα Λαδικού, Θάνο Κανέλλη, Κώστα Μπάκα, Κώστα Μπαλαδήμα, Σταύρο Τορνέ (κινηματογραφιστής), Γιάννη Κοντούλη, Χρήστο Μπεκιάρη, Νίκη Τσιγκάλου, Κούλα Αγαγιώτου, Γιώργο Νέζο, Ειρήνη Κουμαριανού, Θόδωρο Ντόβα, Χριστόφορο Χειμάρα, Κώστα Δίπλαρο, Μαρία Γιουρούση.
Η ταινία εξιστορεί τα αληθινά γεγονότα του Μπλόκου, στην Κοκκινιά και τις γύρω περιοχές. Αναδεικνύει τον απαράμιλλο ηρωισμό του λαϊκού αγωνιστή. Ηρωισμό, που μόνο η ανυποχώρητη αντίσταση ενάντια στην καταπίεση μπορεί να καλλιεργήσει. Ο Κύρου θεωρούσε αυτήν την αντίσταση διαχρονικό καθήκον.
Σκηνή της ταινίας με τους Κώστα Καζάκο και Μάνο Κατράκη

Οι δυναμικές ερμηνείες των ηθοποιών, οι σκηνές του Μπλόκου, των βασανιστηρίων, των εκτελέσεων, του ατομικού και συλλογικού ηρωισμού, σε συνδυασμό με την ντοκιμαντερίστικη ματιά του σκηνοθέτη, που συνειδητά απομακρύνεται από το γραφικό μελοδραματισμό, συνθέτουν μια από τις καλύτερες νεοελληνικές ταινίες για την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. Ταινία που διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1965) και προβλήθηκε και στην «Εβδομάδα Κριτικής» του Φεστιβάλ Καννών (1966).

Το ιστορικό γεγονός

Η τριπλή Κατοχή πλησιάζει στο τέλος της. Ο ναζισμός εντείνει τη βαρβαρότητά του ενάντια στον ελληνικό λαό. Σε μια κακόφημη γωνιά της Κοκκινιάς, Γερμανοί με ντόπιους συνεργάτες τους αναθέτουν σε έναν μαυραγορίτη ρόλο καταδότη. Ο μαυραγορίτης συμβάλλει στοΜπλόκο, που οδήγησε στη σύλληψη εκατοντάδων αγωνιστών, στο βασανισμό και την εκτέλεση 315 ηρώων του λαϊκού και ΕΑΜικού κινήματος.
Ηταν 17 Αυγούστου 1944. Περίπου στις 2.30 το πρωί δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω από την Κοκκινιά περιοχές - από Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί, Ρέντη, μέχρι Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιά. Μαζί με τους ναζί κατακτητές, καταφθάνει στην προσφυγούπολη, τη «Μικρή Μόσχα», όπως χαρακτηριζόταν η Κοκκινιά, το μηχανοκίνητο τμήμα του δοσίλογου Ν. Μπουραντά. Περίπου 3.000 οπλισμένοι με πολυβόλα, όλμους, μυδράλια, ταχυβόλα, αυτόματα. Γερμανοί και ταγματασφαλίτες κυκλώνουν την πόλη. Επικεφαλής είναι ο συνταγματάρχης Ι. Πλυντζανόπουλος, ο ταγματάρχης Γιώργος Σγούρος και ο διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Νίκος Μπουραντάς. Στις 6 π.μ. ακούγονται χωνιά στους δρόμους της Κοκκινιάς. Ηταν χωνιά των ταγματασφαλιτών:
«Προσοχή - προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου!».
Πανικός στα σπίτια και στους δρόμους. Μερικοί κρύβονται σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια. Με υποκόπανους γκρεμίζονται οι πόρτες των παραγκόσπιτων. Με βρισιές και κλοτσιές σέρνονται στην πλατεία της Οσίας Ξένης εκατοντάδες αγωνιστές. Αρκετοί εκτελέστηκαν στα σπίτια τους.
Γυναικόπαιδα οδύρονται, ακολουθώντας τους συλληφθέντες. Οι Γερμανοί καίνε σπίτια. Οι ταγματασφαλίτες λεηλατούν άλλα σπίτια, βρίζουν και χτυπούν τα γυναικόπαιδα. Μια ομάδα ΕΛΑΣιτών αντιστέκεται και έχει θύματα. Γύρω στις 8 π.μ., η πλατεία και οι γύρω δρόμοι πλημμύρισαν από 25.000, περίπου, κατοίκους. Οι Γερμανοί τους χωρίζουν σε ομάδες και πεντάδες, γονατισμένες, με το κεφάλι ψηλά, ώστε οι κουκουλοφόροι να υποδείξουν όποιον θέλουν. Αρκετοί λιποθυμούν από τη ζέστη και τη δίψα. Οι γυναίκες που προσπαθούν να δώσουν λίγο νερό και ψωμί στους συλληφθέντες κακοποιούνται από τους ναζί.
Κοντεύει μεσημέρι. Στην πλατεία εμφανίζονται ελάχιστοι κουκουλοφόροι Κοκκινιώτες. Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης, βλέπει μέσα στο πλήθος τον λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου. Ειρωνικά, του λέει «τα σέβη μου λοχαγέ» και δίνει το σύνθημα. Με ξιφολόγχη του βγάζουν ένα μάτι, του σκίζουν τα μάγουλα και τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος, ζητώντας να προδώσει. Ο ΕΛΑΣίτης φωνάζει: «Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν!». Τον σέρνουν και τον κρεμούν. Πριν ξεψυχήσει, πρόλαβε να φωνάξει: «Πατριώτες εκδίκηση!!!».
Ο τόπος εκτέλεσης ήταν κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Στη μάντρα του υφαντουργείου Παγιασλή, στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θειρών. Η μάντρα γεμίζει με παλικάρια. Ο Γερμανός που βρίσκεται στη Μάντρα εκτελεί τους αγωνιστές, πίνοντας συνεχώς ούζο. Πίνει, βρίζει, πυροβολεί και κραυγάζει «άλες κόμουνιστ καπούτ» («Ολοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν»).
Μια ομάδα εφεδροΕΛΑΣιτών, με επικεφαλής την ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη, κρύβεται σε σπίτια συναγωνιστών, στη Νεάπολη, στο βόρειο τμήμα της πόλης. Οι Γερμανοί, πληροφορημένοι από προδότη, γύρω στις 11 π.μ., με καμιόνια ζώνουν την περιοχή και βάζουν φωτιά σε σπίτια. Γερμανοτσολιάδες συλλαμβάνουν, χτυπούν και οδηγούν στη Μάντρα την αντάρτισσα, που τους έλεγε: «Προδότες σαν και εσάς εγώ έφαγα 65!»
Την ώρα της σύλληψης της Διαμάντως Κουμπάκη και της Αθηνάς Μαύρου, στην ίδια περιοχή μια ομάδα ΕΛΑΣιτών, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Μακρή, δίνει γενναία μάχη. Κάποιοι ξέφυγαν από το γερμανικό κλοιό. Νεκροί έπεσαν ο Θεόδωρος Μακρής και ο Ιταλός αντιφασίστας, Νίνο ή Πέτρος, που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ.
Στην πλατεία εκατοντάδες γυναίκες προσπαθούν να ξεδιψάσουν τους αγωνιστές. Οι δήμιοι σπάνε τις στάμνες, βρίζουν και κλοτσάνε τις γυναίκες. Τα παιδιά σπαράζουν. Οι ναζί και οι «Ελληνες» συνεργάτες σαρκάζουν. Ο αγωνιστής Κώστας Περιβόλας, καθώς τον διαλέγουν για εκτέλεση, ορμά πάνω στον Ι. Πλυντζανόπουλο και τον πιάνει από το λαιμό. Ο δήμιος τον εκτελεί επί τόπου. Λίγο μετά το μεσημέρι, 
σταματούν οι εκτελέσεις.
Παράλληλες εκτελέσεις
Πριν τις εκτελέσεις στη Μάντρα, έγιναν κι άλλες ομαδικές εκτελέσεις, στα Καμένα, όπου εκτελέστηκαν 46 αγωνιστές, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στα Καμένα, με καμιόνια από την Οσία Ξένη. Πενήντα άλλοι εκτελέστηκαν στα Αρμένικα. Σαράντα κάηκαν ζωντανοί στο Σχιστό. Αλλοι δολοφονήθηκαν στους δρόμους και στα σπίτια τους. Συνολικά 315 ήταν τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.
Στη Μάντρα σωρός τα πτώματα. Το αίμα πότιζε το χώμα. Οι Γερμανοί διατάζουν τους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Τα κτήνη ορμούν πάνω στους νεκρούς και αρπάζουν όσα αντικείμενα αξίας βρήκαν. Ρολόγια, δαχτυλίδια, βέρες κ.λπ. Αλλά επειδή την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανείς, οι Γερμανοί, πριν ολοκληρώσουν το ανοσιούργημά τους, εκτέλεσαν και κάποιους προδότες, μεταξύ των οποίων τους Μπατράνη και Μπεμπέκογλου.
Το Μπλόκο έληξε στις 6 μ.μ. με διάλεγμα περίπου 8.000 Κοκκινιωτών ομήρων, που οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Οι όμηροι, σε φάλαγγα ανά τετράδες, περπάτησαν 7 χιλιόμετρα, εξαντλημένοι από την πολύωρη βαρβαρότητα.
Ο όμηρος, μαχητής του ΕΛΑΣ της Αγ. Σοφίας Πειραιά, Μιχάλης Γρηγοράκης, θυμόταν έναν από τους συνοδούς ταγματασφαλίτες, που σ' όλη τη διαδρομή φώναζε: «Δεν είναι η Κοκκινιά εδώ. Η Γερμανία είναι εδώ. Πάρτε το χαμπάρι. Θα πεθάνετε όλοι». Από το Χαϊδάρι περίπου 1.800 άτομα στάλθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδαΜανχάιμ, Νταχάου, Μπούνχεβαλντ, Μπίπλις, Αουσβιτς κ.α.
Αθώωση των προδοτών
Οι ηρωικοί νεκροί της Κοκκινιάς «ξαναστάθηκαν» μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, καθώς το Μάρτη του 1947 το Γ` Δικαστήριο δωσιλόγων αθώωσε τους προδότες εγκληματίες Πλυτζανόπουλο και Σγούρο (πρωταγωνιστές της σφαγής). Ο Πλυτζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού. Ο Σγούρος διορίστηκε διοικητής του 3ου Τάγματος Μακρονήσου. Και ο Ν. Μπουραντάς απαλλάχθηκε, παρότι στο Β` Δικαστήριο δωσιλόγων, αναφερόμενος στο Μπλόκο, ομολόγησε ότι «διευκόλυνε το έργο της Ειδικής και των Ταγμάτων»! Ο ανιψιός του Πλυτζανόπουλου έγινε δήμαρχος Κοκκινιάς επί χούντας και στον τόπο του Μπλόκου τοποθέτησε επιγραφή, που έγραφε: «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης. Τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».
Α. Ελ