Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

«Πες μου μαμά, γιατί τάχα να πεινάμε;»



Εκατόν δέκα χρόνια από το θάνατο του Εμίλ Ζολά    (29/9/1902)




Το τρομερό παιδί των γαλλικών Γραμμάτων, ο συγγραφέας του «Ζερμινάλ» και του «Κατηγορώ», αμφισβητίας, ενθουσιώδης και συχνά προκλητικός, αιχμηρός διανοούμενος του 19ου αιώνα, που έγραφε χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, ο Εμίλ Ζολά συγκαταλέγεται στους στρατευμένους καλλιτέχνες, ενώ πολλά άρθρα του σε εφημερίδες, λειτουργούν μέχρι σήμερα ως διαχρονικά υποδείγματα μαχόμενης δημοσιογραφίας και ως πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες. O Εμίλ Ζολά, από τις πιο ονομαστές μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας και αρχηγός της νέας τότε νατουραλιστικής σχολής. Τα χειμαρρώδη μυθιστορήματά του τον κατατάσσουν μεταξύ των κορυφαίων εκπροσώπων του νατουραλιστικού μυθιστορήματος τον 19ο αιώνα. Στις σελίδες του Ζολά αποτυπώνεται με σαφήνεια η σκληρή πραγματικότητα της εποχής, τα ήθη και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, το οικονομικό αδιέξοδο, το πολυδιάστατο ανθρώπινο δράμα. Η θεματολογία αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο των σπουδαίων και πολυδιαβασμένων μυθιστορημάτων του, ενώ η διαχρονικότητά τους επιβεβαιώνεται από τη σκληρή σημερινή πραγματικότητα.


Για τις σοδειές του αυριανού αιώνα

«...Ο Ετιέν άφησε το δρόμο για την Βαντάμ και πήρε το καλντερίμι. Δεξιά έβλεπε το Μοντσού, που κατρακυλούσε στην πλαγιά και χανόταν. Αντίκρυ, είχε τα χαλάσματα του Βορέ, την καταραμένη τρύπα, που τρεις αντλίες άδειαζαν χωρίς σταματημό. Μετά ακολουθούσαν τα άλλα ανθρακωρυχεία στον ορίζοντα, η Βικτουάρ, το Σεντ Τομά, το Φετρί Καντέλ, ενώ προς τα βόρεια, οι υψικάμινοι κάπνιζαν μέσα στο διάφανο πρωινό αέρα. Αν ήθελε να προλάβει το τρένο των οχτώ, έπρεπε να βιαστεί, γιατί είχε ακόμα έξι χιλιόμετρα να διανύσει».
«Κάτω από τα πόδια του, τα υπόκωφα χτυπήματα από τους κασμάδες συνεχίζονταν. Οι ανθρακωρύχοι ήταν όλοι εκεί, τους άκουγε να τον ξεπροβοδίζουν σε κάθε του δρασκελιά. Η Μαένταινα δεν ήταν αυτή, κάτω από τούτο το χωράφι με τα παντζάρια, με την τσακισμένη στα δύο ραχοκοκαλιά, που η ανάσα της ανέβαινε τόσο βραχνή, μαζί με το βουητό του ανεμιστήρα; Στ' αριστερά, στα δεξιά, πιο πέρα νόμιζε ότι αναγνώριζε και άλλους, κάτω από τα στάχυα, τους φράχτες και τα νιόβγαλτα δέντρα. Τώρα, καταμεσής στον ουρανό, ο απριλιάτικος ήλιος αχτιδοβολούσε, μέσα στο μεγαλείο του, ζεσταίνοντας τη γη που γεννοβολούσε. Η ζωή ανάβλυζε από τις τροφοδάτες λαγόνες της, τα μάτια άνοιγαν και έβγαζαν πράσινα φύλλα, τα χωράφια αναρριγούσαν από την πίεση του χορταριού. Απ' όλες τις μεριές, οι σπόροι φούσκωναν, υψώνονταν, ραγίζανε τα χώματα, νιώθοντας την ανάγκη για ζεστασιά και φως. Οι χυμοί ξεχειλίζανε και κυλούσανε με ψιθυρίσματα, ο θόρυβος από τα φύτρα σκόρπιζε σαν δυνατό φιλί».



«Πάλι, και πάλι, όλο και πιο καθαρά, σαν να ζυγώνανε στην επιφάνεια οι ανθρακωρύχοι χτυπούσανε. Κάτω από τις πύρινες αχτίδες του ήλιου, εκείνο το γεμάτο νιάτα πρωινό, ήταν η εξοχή που εγκυμονούσε αυτή τη βουή. Ανθρωποι φύτρωναν, ένας μαύρος εκδικητής στρατός βλάσταινε αργά μέσα στα αυλάκια, μεγαλώνοντας για τις σοδειές του αυριανού αιώνα, που όταν θα ωρίμαζε θα έκανε τη Γη να τιναχτεί στον αέρα...» (απόσπασμα από το «Ζερμινάλ»).

Κραυγή για δικαιοσύνη

Τον Ζολά τον γνωρίσαμε από τα μεγάλα μυθιστορήματά του - με πρώτη τη «Νανά» που μετέφρασε το 1880 ο Ιωάννης Καμπούρογλου - αλλά και από τα σπουδαία και επίκαιρα έργα του όπως «Η ταβέρνα», «Το στομάχι του Παρισιού», «Ζερμινάλ», «Το ανθρώπινο κτήνος», «Κατηγορώ» (συλλογή κειμένων για την υπόθεση Ντρέιφους), κ.ά.
Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού. Ασκησε τεράστια κοινωνική επιρροή με το έργο και τις παρεμβάσεις του. Ο Εμίλ Ζολά γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1840. Από τα 18 και μετά έζησε στο Παρίσι. Αρχικά δούλεψε στον εκδοτικό οίκο «Hachette», τον οποίο εγκατέλειψε γρήγορα για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Αρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ τα πρώτα του βιβλία ήταν τα «Παραμύθια στη Νινόν» και «Η εξομολόγηση του Κλαύδιου».
Ο Εμίλ Ζολά είχε ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της Γαλλίας. Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι θέσεις του κατά του Ναπολέοντα και του ιερατείου. Μετά το πρώτο σημαντικό μυθιστόρημά του Τερέζ Ρακέν (1867), ξεκίνησε μια σειρά έργων με τον τίτλο «Λε Ρουγκόν Μακάρ - Φυσική και κοινωνική ιστορία μιας οικογένειας υπό τη Β΄ Αυτοκρατορία», όπου περιλαμβάνονται περισσότερα από τα μισά μυθιστορήματά του, θέλοντας να αναλύσει με διεισδυτική κριτική ματιά τις πτυχές της τότε γαλλικής κοινωνίας.

Εμίλ Ζολά



Σε αυτή τη σειρά συγκαταλέγεται «Η ταβέρνα» (1877), ένα αριστούργημα το οποίο εμβαθύνει στο φαινόμενο του αλκοολισμού και της φτώχειας στην εργατική τάξη. Επίσης, η «Νανά» (1880), που, με τη συμβολική μορφή μιας πόρνης η οποία διαφθείρει την παριζιάνικη ελίτ, δηλώνεται η κατάπτωση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, με το «Ζερμινάλ» (1885) - το καλύτερο ίσως έργο του - έστρεψε τον προβολέα στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των ανθρακωρύχων.
Ο Γάλλος νατουραλιστής συγγραφέας Εμίλ Ζολά απεικόνιζε την άθλια καθημερινότητα των ανθρακωρύχων της βόρειας Γαλλίας στο μυθιστόρημά του «Ζερμινάλ», στα μέσα του 19ου αιώνα. Αργότερα θα εξομολογηθεί: «Δεν είχα παρά μία μόνο επιθυμία, να δείξω αυτούς τους εξαθλιωμένους, αυτά τα θύματα της εκμετάλλευσης, αυτούς που ασφυκτιούν, όπως ακριβώς τους έχει καταντήσει η κοινωνία μας... Να προκαλέσω τέτοια κραυγή για δικαιοσύνη, ώστε η Γαλλία να πάψει, επιτέλους, να επιτρέπει να την κατασπαράζουν» και θα ευχόταν στους αστούς αναγνώστες του να νιώσουν «το ρίγος της φρίκης». Η πορεία του προλετάριου Ετιέν Λαντιέ, πρωταγωνιστή του ομώνυμου έργου, ενέπνευσε τους Γάλλους κινηματογραφιστές από την αρχή του 20ού αιώνα («Η Απεργία» 1903, «Στη Μαύρη Χώρα» 1905, «Στη Χώρα του Σκότους» 1912)*. Η πρώτη ακριβής μεταφορά του μυθιστορήματος, βουβή, γυρίστηκε το 1913 από τον Αλμπέρ Καπελανί, η δεύτερη το 1963 από τον Υβ Αλεγκρέ (Γαλλία, Ουγγαρία, Ιταλία) και η τελευταία το 1993 από τον Κλοντ Μπερί (Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία), όπου και αυτή η κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος έγινε με μεγάλη επιτυχία, αλλά και σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο του Ζολά.
Στο Μονσού, μια πόλη πλούσια σε ορυχεία άνθρακα στη βόρεια Γαλλία, ο Ετιέν, ένας άνεργος μηχανικός, πέφτει στην κόλαση των ανθρακωρυχείων, ψάχνοντας για μια θέση εργασίας. Μπροστά στα μάτια του, ξετυλίγεται το δράμα των κατοίκων που εργάζονται στα ορυχεία σαν σκλάβοι, αλλά και η ιδεολογική πάλη ανάμεσα στους χαρακτήρες, ένας εργάτης προδότης της τάξης του, ένας Πολωνός αναρχικός ανίκανος να προσφέρει όραμα και μια εργατική τάξη να προσπαθεί να ωριμάσει και να καταλάβει το ρόλο της. Αυτό είναι το σκηνικό όπου διαδραματίζεται η ταινία, σκιαγραφώντας όλη την κοινωνική πυραμίδα, ακόμα και τον κύριο Μεγκρά, τον μπακάλη του συνοικισμού των ανθρακωρύχων απ' τον οποίο οι γυναίκες του Μονσού, με ικεσίες, κατάφερναν να αγοράσουν ψωμί, καφέ, βούτυρο και πατάτες ή και να δανειστούν ένα μικροποσό κάτω από μικρές ερωτικές εξυπηρετήσεις.
Ο Ετιέν, μπολιασμένος από τη νεοσύστατη σοσιαλιστική κοσμοθεωρία, δεν μπορεί να ανεχτεί την ταξική ανισότητα και έτσι θα οδηγήσει τους εργάτες σε απεργία, ο Μεγκρά θα ευνουχιστεί και θα δολοφονηθεί από τις εξεγερμένες γυναίκες σε μια από τις ρεαλιστικότερες σκηνές της ταινίας, η σύγκρουση των ανθρακωρύχων με τα αφεντικά τους, στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας, θα πνιγεί στο αίμα.
Ενας συγκλονιστικός μονόλογος του Ετιέν στο τέλος της ταινίας, εξυψώνει την ιστορική ανάγκη να πάρουν οι εργάτες τις τύχες στα χέρια τους παρ' όλες τις αντιξοότητες και να αποφασίζουν για τις ζωές τους μόνοι τους.


«Το Χρήμα» («Σύγχρονη Εποχή»)


Πρόκειται για ένα βιβλίο επίκαιρο όσο κανένα άλλο, ένα βιβλίο που μιλά για το φαινόμενο που ανέτρεψε όλες τις προηγούμενες αξίες, τόσο σε σχέση με τις δομές και τη φιλοσοφία τους, όσο και σε σχέση με την οικονομία και τη μορφή του πλούτου. Ο Εμίλ Ζολά κινείται σε πολλά επίπεδα και μιλά μέσα από πολλές και διαφορετικών αντιλήψεων φωνές. Ο τόνος του είναι κάποτε κοφτός, κυνικός και σκληρός και άλλοτε σαρκαστικός και ασυγκίνητος, όπως ακριβώς είναι και το αντικείμενο της ιστορίας του. Στο έργο του κυριαρχούν δύο ήρωες, ο κερδοσκόπος και ο οραματιστής. Κάποιες στιγμές ο κερδοσκόπος οραματίζεται και ο οραματιστής κερδοσκοπεί... Οι ήρωες δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, είναι άνθρωποι με πάθη, με ελαττώματα και τραγικές επιθυμίες. Το χρήμα μέσα στο Χρηματιστήριο, το χρήμα μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις, στην τοκογλυφία, αλλά και στον έρωτα, στις ύποπτες συνοικίες, αλλά και στα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Το χρήμα πρωταγωνιστεί σε τούτη την καταπληκτική ιστορία που σκιαγραφεί την τρωτή ανθρώπινη ψυχή. Οι περιγραφές του Ζολά είναι εκπληκτικές και μεταδίδουν τους κραδασμούς του χώρου στον οποίον αναφέρονται. Ο αναγνώστης θα ζήσει τη θύελλα μιας συνεδρίασης στο «ναό του χρήματος», στο Χρηματιστήριο και θα ανατριχιάσει, θα αηδιάσει και αν είχε κατά νου να παίξει και εκείνος, ίσως αλλάξει γνώμη.
Χρηματιστήριο, κερδοσκοπία, οικονομικά «σκάνδαλα», σαπίλα και παρασιτισμός της αστικής τάξης... Ολα τα χαρακτηριστικά που είναι σύμφυτα με τον καπιταλισμό και με το μονοπωλιακό του στάδιο, όλα αυτά που μας πλασάρονται σήμερα τάχα ως «αποτέλεσμα στρεβλής ανάπτυξης και διαχείρισης του καπιταλισμού», περιγράφονται γλαφυρά και με τρόπο αποκαλυπτικό στο λογοτεχνικό αυτό έργο του Εμίλ Ζολά, που κυκλοφόρησε το 1891, στην περίοδο έναρξης της κυριαρχίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Αυτή η θαυμάσια σκιαγράφηση της λειτουργίας του κεφαλαίου συμβάλλει στην κατανόηση του ότι ο καπιταλισμός δεν επιδιορθώνεται, μονάχα ανατρέπεται.


Φτώχεια, πείνα, ταπείνωση

Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Ζολά ανήκει, χρονολογικά, μετά τον Φλομπέρ και πριν από τον Μοπασάν, στην πλειάδα των μεγάλων συγγραφέων, οι οποίοι διέπρεψαν στο είδος του διηγήματος και της νουβέλας. Ενώ στα ελληνικά έχει μεταφραστεί σχεδόν το σύνολο του μυθιστορηματικού έργου του, τα διηγήματα και οι νουβέλες του παρέμεναν ουσιαστικά άγνωστα πριν από λίγο καιρό οπότε και εκδόθηκε η συλλογή με τίτλο «Οι ώμοι της μαρκησίας», σε μετάφραση του Φοίβου Πιομπίνου. Πρόκειται για μια ανθολόγηση δεκατεσσάρων αφηγημάτων που χρονολογούνται από το 1864 έως το 1876 και που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά: «Ο μποναμάς της ζητιάνας», «Το γέρικο άλογο», «Το θέρετρο», «Ενα θύμα της διαφήμισης», «Το χιόνι», «Ενα κλουβί άγριων θηρίων», «Ιστορία ενός τρελού», «Ο αιωνόβιος», «Τι ονειρεύονται οι φτωχές κοπέλες», «Η Κατρίν», «Οι ώμοι της μαρκησίας», «Ο γείτονάς μου ο Ζακ», «Η ανεργία», και «Πώς πεθαίνουν και πώς κηδεύουν στη Γαλλία». Μαζί του ο αναγνώστης αρχίζει την περιπλάνηση σε ένα Παρίσι όπου έχουν σβήσει τα φώτα και σε κάθε στενό η δυστυχία συναντά τη φτώχεια, την απόγνωση, την οικονομική, κοινωνική και ηθική εξαθλίωση. Ο Εμίλ Ζολά μάς δίνει μερικές από τις σκληρότερες εικόνες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το λιοντάρι με την ύαινα που το σκάνε από το κλουβί τους για να πάνε βόλτα στο Παρίσι, αλλά επιστρέφουν αλαφιασμένα και κλειδώνονται στο κλουβί τους, για να γλιτώσουν από την αγριότητα του κόσμου. Προφητικός και διορατικός, ο Εμίλ Ζολά προετοιμάζει τον αναγνώστη για τη φτώχεια, την πείνα, την ταπείνωση. Το ύφος του καυστικό, παθιασμένο αλλά και απόλυτα σαρκαστικό, ώστε να μην αφήνει καμία αμφιβολία για την αλήθεια των όσων πρόκειται να ζήσουμε. Μέσα στους χαρακτήρες του Ζολά βρίσκονται και όλα τα κακά μιας κοινωνικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζουν την πορεία και το μέλλον του ανθρώπινου είδους.
Αλλά και στο «Γέρικο άλογο», κάνει μια ωραία μεταφορά για τα γηρατειά και το... δικαίωμα σύνταξης. Το ταλαιπωρημένο άλογο λέει στον αφηγητή: «Τα αδέλφια σου καταχράστηκαν τις δυνάμεις μου. Οσο περισσότερο τα υπηρέτησα τόσο περισσότερο σκληρά μου φέρθηκαν. Υπάρχει ένας δίκαιος νόμος που θέλει να ανταμείβεται ο εργαζόμενος ανάλογα με την εργασία που προσφέρει. Ζητάμε να μας μεταχειρίζονται σύμφωνα με τον νόμο ετούτο και να κερδίζουμε, στα ωραία μας χρόνια, την ανάπαυση και τις φροντίδες που απαιτούν τα γηρατειά μας».
Στους «Ωμους της μαρκησίας» περιγράφει τη ζωή των πολύ πλουσίων. Και κάνει αντιδιαστολή ανάμεσα στη χαρά της πρωταγωνίστριας μαρκησίας - της οποίας οι εξαίσιοι ώμοι ήταν γνωστοί σε όλο το Παρίσι - για το χιόνι που της επιτρέπει να κάνει πατινάζ και στη δυστυχία μιας άστεγης που υποφέρει από το κρύο.
Στο διήγημα «Η ανεργία» περιγράφει το κλείσιμο ενός μικρού εργοστασίου. Στο δεύτερο μέρος του διηγήματος παρακολουθεί έναν από τους εργάτες που ψάχνει απεγνωσμένα δουλειά, δεν βρίσκει τίποτα και κάθε βράδυ γυρνάει στη γυναίκα και τη μικρή του κόρη χωρίς ψωμί. «Πες μου μαμά, γιατί τάχα να πεινάμε;», είναι η φράση του κοριτσιού με την οποία το διήγημα τελειώνει.

«Κατηγορώ»...

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ζολά έμελλε να συνταράξει συθέμελα τη γαλλική κοινωνία με την ανοιχτή επιστολή του προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία δημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο της εφημερίδας «L'Aurore» υπό τον τίτλο «Κατηγορώ!» (1898), που αφορούσε στη γνωστή υπόθεση Ντρέιφους.
Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης...
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα...
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωότητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε...
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος...
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία...
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συντάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων...
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην «Αστραπή» και στην «Ηχώ των Παρισίων», μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη...
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο, γιατί παραβίασε το Δίκαιο...
Το 1898 κατηγορήθηκε για συκοφαντία και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Εφετείο παρά τις αντιδράσεις του υπουργείου Στρατιωτικών. Ακολούθησαν ταραχές ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολέμιους του Ντρέιφους που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης.
Την αποκάλυψη ακολούθησαν δραματικά γεγονότα που κατέληξαν όχι απλώς στη δικαίωση του αθώου, αλλά και στη μεταρρύθμιση του συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του χωρισμού εκκλησίας και κράτους.
Πριν, όμως, δει αυτή την τελευταία εξέλιξη, ο Εμίλ Ζολά βρέθηκε νεκρός, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1902, στο διαμέρισμά του. Επίσημη αιτία θανάτου ήταν η δηλητηρίαση από μονοξείδιου του άνθρακα. Ωστόσο, υπήρξαν ψίθυροι ότι για το θάνατό του, ευθύνονταν πολιτικοί του αντίπαλοι. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αποδείχτηκε.

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ (Ριζοσπάστης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου