Αναδημοσίευση από το Ριζοσπάστη 28,29 Σεπτέμβρη 2019
Επειδή υπηρέτησα στην Κύπρο, οι τελευταίες εξελίξεις με οδήγησαν να γράψω το κείμενο που ακολουθεί. Εξάλλου, οι φαντάροι και ιδιαίτερα όσοι υπηρετούν στην Κύπρο πρέπει να γνωρίζουν τα γεγονότα που έχουν διαδραματιστεί και οδήγησαν στην κατοχή του νησιού με στρατιωτική επέμβαση από την Τουρκία με τον «Αττίλα Ι» και «Αττίλα ΙΙ» και συνεχίζουν μέχρι και σήμερα, δημιουργώντας μια νεκρή πόλη όπως είναι η Αμμόχωστος.
Η περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου έχει έκταση περίπου 6,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αποτελεί περίπου το 17% της έκτασης του δήμου Αμμοχώστου. Εκεί ζούσαν και ήταν οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι από τις περίπου 43.000, που ήταν το 1974 ο πληθυσμός του δήμου.
Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου, στις 16 Αυγούστου 1974, από τα τουρκικά στρατεύματα, η περιοχή, αφού λεηλατήθηκε, «σφραγίστηκε» και αποκόπηκε από τα δημοτικά όρια με συρματόπλεγμα και άλλα εμπόδια. Η περίκλειστη περιοχή είναι υπό την ευθύνη του τουρκικού στρατού, ο οποίος απαγορεύει την πρόσβαση σε αυτήν για όλους. Εξαίρεση έγινε για ορισμένους στρατιωτικούς, στους οποίους ο τουρκικός στρατός επέτρεψε να εγκατασταθούν σε κάποια σημεία στις παρυφές της περιοχής.
Σήμερα, η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο διαθέτει πέντε παρατηρητήρια στην περιοχή της Αμμοχώστου, τα οποία καθημερινά κάνουν περιπολίες σε προκαθορισμένες διαδρομές. Οι κατοχικές δυνάμεις διαθέτουν εντός της περιφραγμένης πόλης 12 επανδρωμένα παρατηρητήρια, ενώ από πολλά σπίτια παρακολουθούν στρατιώτες με πολιτική περιβολή.
Τον Απρίλη του 1978 οι τουρκοκυπριακές προτάσεις προέβλεπαν η Αμμόχωστος να παραμείνει υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο. Αυτοί που θα επέστρεφαν (κυρίως ξενοδόχοι και άλλοι επιχειρηματίες του τουρισμού), θα ήταν κάτω απ' το καθεστώς των νόμων του «Ομόσπονδου Τουρκοκυπριακού Κράτους». Η πρόταση απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Με βάση στοιχεία της κυπριακής κυβέρνησης η τουρκική πλευρά ήθελε να κρατήσει: 16 ξενοδοχεία χωρητικότητας 2.500 κλινών, το μοναδικό νοσοκομείο, το αρχηγείο αστυνομίας, τα κυβερνητικά κτίρια, το κτίριο των τηλεπικοινωνιών, το κτίριο της Αρχής Ηλεκτρισμού, τις κύριες τράπεζες, το εμπορικό κέντρο, το δικαστήριο, το δημαρχείο, το λιμάνι της Αμμοχώστου και τη μαρίνα, δύο στάδια, δύο δημοτικά γήπεδα τένις, επτά εκκλησίες, επτά δημόσια και ιδιωτικά σχολεία (γυμνάσια κλασικών και οικονομικών σπουδών, λύκειο για εμπορικές σπουδές και ξένες γλώσσες, καθώς και για τουριστικές επιχειρήσεις, έντεκα δημοτικά σχολεία και χιλιάδες σπίτια και πολυκατοικίες).
Το 1978 κατατέθηκε στον ΟΗΕ αμερικανο-βρετανο-καναδικό σχέδιο, στο οποίο υπήρχε σαφής πρόνοια για επανεγκατάσταση των κατοίκων στην Αμμόχωστο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών με την ταυτόχρονη έναρξη διαπραγματεύσεων για συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. Το σχέδιο απορρίφθηκε από την κυπριακή κυβέρνηση τον Δεκέμβρη 1978. Η απόρριψη βασίστηκε κυρίως στην άποψη ότι «το σχέδιο που ήταν δυτικής έμπνευσης θα απομάκρυνε το Κυπριακό από τα Ηνωμένα Εθνη και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει βάση διαπραγματεύσεων». Οπως παραδέχτηκε τότε ο Μάθιου Νίμιτς στην αμερικανική Γερουσία οι Τούρκοι δεν αποδέχονταν έμμεσα το σχέδιο αυτό και προσπαθούσαν να το απορρίψουν. Ανακουφίστηκαν, όταν το απέρριψε ο Πρόεδρος Κυπριανού.
Στις 19 Μάη 1979 στη συμφωνία Σπύρου Κυπριανού και Ραούφ Ντενκτάς, η οποία έγινε στη Λευκωσία σε κοινή συνάντηση με τον τότε γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βαλτχάιμ, δίνεται προτεραιότητα στην επιστροφή της περιοχής Αμμοχώστου, ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Προτεραιότητα θα δοθεί στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια (Αμμόχωστος) υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ταυτόχρονα με την έναρξη της μελέτης από τους συνομιλητές των συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης. Μόλις επιτευχθεί συμφωνία για τα Βαρώσια θα εφαρμοστεί, χωρίς να αναμένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος». Η τουρκική πλευρά όχι μόνο αθέτησε την πιο πάνω συμφωνία, αλλά προχώρησε και σε ενέργειες που αποσκοπούσαν στον εποικισμό της πόλης.
Το 1984, η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας και κατήγγειλε τις τουρκικές προκλήσεις. Το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε στις 11 Μάη 1984 το υπ. αριθμόν 550 ψήφισμά του, το οποίο στην παράγραφο 5 αναφέρει: «Θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών».
Το 1992, με το 789 Ψήφισμα του ΟΗΕ, ζητείται η επιστροφή της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Εθνη σαν «νεκρή ζώνη» για επανεγκατάσταση. Τον Φλεβάρη του 2010, με ψήφισμά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατυπώνει την ίδια απαίτηση.Το 1992 στη «δέσμη ιδεών» του τότε γγ του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι, επισυναπτόταν χάρτης που υιοθετήθηκε από το ΣΑ και προέβλεπε την επιστροφή της Αμμοχώστου στους Ελληνοκυπρίους.
Το 2004, το «σχέδιο Ανάν», το οποίο οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν στο δημοψήφισμα, προέβλεπε ότι θα επιστραφούν μεγάλο μέρος της Αμμοχώστου, η περιοχή Μόρφου και αρκετά χωριά. Ο τότε Πρόεδρος, Τάσσος Παπαδόπουλος, είχε προτείνει την επιστροφή της Αμμοχώστου και το άνοιγμα του λιμανιού της πόλης, με συνδιαχείριση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων υπό τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τότε, έγιναν παρασκηνιακά αρκετές επαφές, αλλά τελικά η πρόταση απορρίφθηκε από την τουρκική πλευρά. Ο επόμενος Πρόεδρος, Δημήτρης Χριστόφιας, πρότεινε να επιστραφεί η περίκλειστη περιοχή και σε αντάλλαγμα η Κυπριακή Δημοκρατία να ξεπαγώσει κάποια από τα κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.
Τον Σεπτέμβρη του 2007, ένταση στις σχέσεις μεταξύ Συρίας και Κυπριακής Δημοκρατίας προκάλεσαν οι ενέργειες της Δαμασκού, για σύνδεση του λιμανιού της Λαττάκειας με την Αμμόχωστο, καθώς αυτό θα συνιστούσε αναβάθμιση του κατοχικού καθεστώτος. Τότε, μετά από πιέσεις της Τουρκίας, η Συρία έκανε κινήσεις που οδηγούσαν στην αναγνώριση του καθεστώτος του ψευδοκράτους, με την κυπριακή κυβέρνηση να αντιδρά έντονα.
Η πρόταση του νυν Προέδρου Αναστασιάδη για την περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, σε μεγάλο βαθμό, αποτελεί συνέχεια της πρότασης που υποβλήθηκε επί διακυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου το 2005 και Δημήτρη Χριστόφια το 2010. Προβλέπει επιστροφή της περιοχής με λειτουργία του λιμανιού της Αμμοχώστου για απευθείας εμπόριο, πάντοτε υπό ευρωπαϊκή εποπτεία. Η τουρκική πλευρά ζήτησε νομιμοποίηση του αεροδρομίου Ερτζάν, πράγμα που δεν συζητά η κυπριακή κυβέρνηση. Για το θέμα είχε μεσολαβήσει και ο τέως Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, αλλά η προσπάθειά του δεν είχε αποτέλεσμα.
Με την ανακοίνωση της Τουρκίας για άνοιγμα προξενείου στην περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, η χώρα αυτή ρίχνει κι άλλο «λάδι στη φωτιά». Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, ακόμα και για την πρόκληση ενός «θερμού» επεισοδίου, συνδυαζόμενο με την περικύκλωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με ερευνητικά σκάφη, γεωτρύπανα, πολεμικά πλοία, συνοδευτικά πλοία, αλλά και συνεχή δημογραφική αλλοίωση με αύξηση των εποίκων. Επιπλέον, η εξέλιξη αυτή πιθανόν να δημιουργεί το υπόβαθρο για την απ' το πουθενά εμφάνιση ενός τουρκικού, τεχνητού, ισχυρότατου διαπραγματευτικού «χαρτιού», υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας. Τέλος, ενδεχομένως να αποσκοπεί και στη διάσπαση της όποιας «συνοχής» Ελληνοκυπρίων και άλλων επιχειρηματιών, προσφέροντας το δέλεαρ εξαιρετικά κερδοφόρων επενδύσεων σε μια περιοχή κατεχόμενη μεν, αλλά με «ιδιαίτερο» status.
Η λύση σήμερα είναι Κύπρος ανεξάρτητη, ενιαία, ένα και όχι δύο κράτη, με μία και μόνη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, κοινή πατρίδα των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, χωρίς ξένα στρατεύματα και βάσεις, ξένους εγγυητές και προστάτες, με τον λαό νοικοκύρη στον τόπο του.
Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου, στις 16 Αυγούστου 1974, από τα τουρκικά στρατεύματα, η περιοχή, αφού λεηλατήθηκε, «σφραγίστηκε» και αποκόπηκε από τα δημοτικά όρια με συρματόπλεγμα και άλλα εμπόδια. Η περίκλειστη περιοχή είναι υπό την ευθύνη του τουρκικού στρατού, ο οποίος απαγορεύει την πρόσβαση σε αυτήν για όλους. Εξαίρεση έγινε για ορισμένους στρατιωτικούς, στους οποίους ο τουρκικός στρατός επέτρεψε να εγκατασταθούν σε κάποια σημεία στις παρυφές της περιοχής.
Σήμερα, η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο διαθέτει πέντε παρατηρητήρια στην περιοχή της Αμμοχώστου, τα οποία καθημερινά κάνουν περιπολίες σε προκαθορισμένες διαδρομές. Οι κατοχικές δυνάμεις διαθέτουν εντός της περιφραγμένης πόλης 12 επανδρωμένα παρατηρητήρια, ενώ από πολλά σπίτια παρακολουθούν στρατιώτες με πολιτική περιβολή.
Τον Απρίλη του 1978 οι τουρκοκυπριακές προτάσεις προέβλεπαν η Αμμόχωστος να παραμείνει υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο. Αυτοί που θα επέστρεφαν (κυρίως ξενοδόχοι και άλλοι επιχειρηματίες του τουρισμού), θα ήταν κάτω απ' το καθεστώς των νόμων του «Ομόσπονδου Τουρκοκυπριακού Κράτους». Η πρόταση απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Με βάση στοιχεία της κυπριακής κυβέρνησης η τουρκική πλευρά ήθελε να κρατήσει: 16 ξενοδοχεία χωρητικότητας 2.500 κλινών, το μοναδικό νοσοκομείο, το αρχηγείο αστυνομίας, τα κυβερνητικά κτίρια, το κτίριο των τηλεπικοινωνιών, το κτίριο της Αρχής Ηλεκτρισμού, τις κύριες τράπεζες, το εμπορικό κέντρο, το δικαστήριο, το δημαρχείο, το λιμάνι της Αμμοχώστου και τη μαρίνα, δύο στάδια, δύο δημοτικά γήπεδα τένις, επτά εκκλησίες, επτά δημόσια και ιδιωτικά σχολεία (γυμνάσια κλασικών και οικονομικών σπουδών, λύκειο για εμπορικές σπουδές και ξένες γλώσσες, καθώς και για τουριστικές επιχειρήσεις, έντεκα δημοτικά σχολεία και χιλιάδες σπίτια και πολυκατοικίες).
Το 1978 κατατέθηκε στον ΟΗΕ αμερικανο-βρετανο-καναδικό σχέδιο, στο οποίο υπήρχε σαφής πρόνοια για επανεγκατάσταση των κατοίκων στην Αμμόχωστο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών με την ταυτόχρονη έναρξη διαπραγματεύσεων για συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. Το σχέδιο απορρίφθηκε από την κυπριακή κυβέρνηση τον Δεκέμβρη 1978. Η απόρριψη βασίστηκε κυρίως στην άποψη ότι «το σχέδιο που ήταν δυτικής έμπνευσης θα απομάκρυνε το Κυπριακό από τα Ηνωμένα Εθνη και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει βάση διαπραγματεύσεων». Οπως παραδέχτηκε τότε ο Μάθιου Νίμιτς στην αμερικανική Γερουσία οι Τούρκοι δεν αποδέχονταν έμμεσα το σχέδιο αυτό και προσπαθούσαν να το απορρίψουν. Ανακουφίστηκαν, όταν το απέρριψε ο Πρόεδρος Κυπριανού.
Στις 19 Μάη 1979 στη συμφωνία Σπύρου Κυπριανού και Ραούφ Ντενκτάς, η οποία έγινε στη Λευκωσία σε κοινή συνάντηση με τον τότε γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βαλτχάιμ, δίνεται προτεραιότητα στην επιστροφή της περιοχής Αμμοχώστου, ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Προτεραιότητα θα δοθεί στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια (Αμμόχωστος) υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ταυτόχρονα με την έναρξη της μελέτης από τους συνομιλητές των συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης. Μόλις επιτευχθεί συμφωνία για τα Βαρώσια θα εφαρμοστεί, χωρίς να αναμένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος». Η τουρκική πλευρά όχι μόνο αθέτησε την πιο πάνω συμφωνία, αλλά προχώρησε και σε ενέργειες που αποσκοπούσαν στον εποικισμό της πόλης.
Το 1984, η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας και κατήγγειλε τις τουρκικές προκλήσεις. Το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε στις 11 Μάη 1984 το υπ. αριθμόν 550 ψήφισμά του, το οποίο στην παράγραφο 5 αναφέρει: «Θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών».
Το 1992, με το 789 Ψήφισμα του ΟΗΕ, ζητείται η επιστροφή της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Εθνη σαν «νεκρή ζώνη» για επανεγκατάσταση. Τον Φλεβάρη του 2010, με ψήφισμά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατυπώνει την ίδια απαίτηση.Το 1992 στη «δέσμη ιδεών» του τότε γγ του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι, επισυναπτόταν χάρτης που υιοθετήθηκε από το ΣΑ και προέβλεπε την επιστροφή της Αμμοχώστου στους Ελληνοκυπρίους.
Το 2004, το «σχέδιο Ανάν», το οποίο οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν στο δημοψήφισμα, προέβλεπε ότι θα επιστραφούν μεγάλο μέρος της Αμμοχώστου, η περιοχή Μόρφου και αρκετά χωριά. Ο τότε Πρόεδρος, Τάσσος Παπαδόπουλος, είχε προτείνει την επιστροφή της Αμμοχώστου και το άνοιγμα του λιμανιού της πόλης, με συνδιαχείριση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων υπό τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τότε, έγιναν παρασκηνιακά αρκετές επαφές, αλλά τελικά η πρόταση απορρίφθηκε από την τουρκική πλευρά. Ο επόμενος Πρόεδρος, Δημήτρης Χριστόφιας, πρότεινε να επιστραφεί η περίκλειστη περιοχή και σε αντάλλαγμα η Κυπριακή Δημοκρατία να ξεπαγώσει κάποια από τα κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.
Τον Σεπτέμβρη του 2007, ένταση στις σχέσεις μεταξύ Συρίας και Κυπριακής Δημοκρατίας προκάλεσαν οι ενέργειες της Δαμασκού, για σύνδεση του λιμανιού της Λαττάκειας με την Αμμόχωστο, καθώς αυτό θα συνιστούσε αναβάθμιση του κατοχικού καθεστώτος. Τότε, μετά από πιέσεις της Τουρκίας, η Συρία έκανε κινήσεις που οδηγούσαν στην αναγνώριση του καθεστώτος του ψευδοκράτους, με την κυπριακή κυβέρνηση να αντιδρά έντονα.
Η πρόταση του νυν Προέδρου Αναστασιάδη για την περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, σε μεγάλο βαθμό, αποτελεί συνέχεια της πρότασης που υποβλήθηκε επί διακυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου το 2005 και Δημήτρη Χριστόφια το 2010. Προβλέπει επιστροφή της περιοχής με λειτουργία του λιμανιού της Αμμοχώστου για απευθείας εμπόριο, πάντοτε υπό ευρωπαϊκή εποπτεία. Η τουρκική πλευρά ζήτησε νομιμοποίηση του αεροδρομίου Ερτζάν, πράγμα που δεν συζητά η κυπριακή κυβέρνηση. Για το θέμα είχε μεσολαβήσει και ο τέως Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, αλλά η προσπάθειά του δεν είχε αποτέλεσμα.
Με την ανακοίνωση της Τουρκίας για άνοιγμα προξενείου στην περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, η χώρα αυτή ρίχνει κι άλλο «λάδι στη φωτιά». Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, ακόμα και για την πρόκληση ενός «θερμού» επεισοδίου, συνδυαζόμενο με την περικύκλωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με ερευνητικά σκάφη, γεωτρύπανα, πολεμικά πλοία, συνοδευτικά πλοία, αλλά και συνεχή δημογραφική αλλοίωση με αύξηση των εποίκων. Επιπλέον, η εξέλιξη αυτή πιθανόν να δημιουργεί το υπόβαθρο για την απ' το πουθενά εμφάνιση ενός τουρκικού, τεχνητού, ισχυρότατου διαπραγματευτικού «χαρτιού», υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας. Τέλος, ενδεχομένως να αποσκοπεί και στη διάσπαση της όποιας «συνοχής» Ελληνοκυπρίων και άλλων επιχειρηματιών, προσφέροντας το δέλεαρ εξαιρετικά κερδοφόρων επενδύσεων σε μια περιοχή κατεχόμενη μεν, αλλά με «ιδιαίτερο» status.
Η λύση σήμερα είναι Κύπρος ανεξάρτητη, ενιαία, ένα και όχι δύο κράτη, με μία και μόνη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, κοινή πατρίδα των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, χωρίς ξένα στρατεύματα και βάσεις, ξένους εγγυητές και προστάτες, με τον λαό νοικοκύρη στον τόπο του.
Κώστας Δρόσος*
*Ο Κώστας Δρόσος είναι στέλεχος του ΚΚΕ, που την περίοδο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλη του 1974, υπηρετούσε τη θητεία του στην Κύπρο ως έφεδρος λοχίας. Πήρε μέρος στις μάχες ως αρχηγός πληρώματος άρματος μάχης, το οποίο κατέλαβαν από τους Τούρκους. Πήρε μέρος στη μάχη της Σκυλλούρας στις 15/8/1974. Κατέστρεψαν 5 τουρκικά άρματα μάχης και καθυστέρησαν τους Τούρκους μια μέρα για να καταλάβουν τη Μόρφου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απεγκλωβιστούν και να περάσουν στον ελεύθερο τομέα πάνω από τρεις χιλιάδες ένοπλοι και άμαχοι Ελληνοκύπριοι. Για τη δράση του στην Κύπρο τού απονεμήθηκε από το υπουργείο Αμυνας το «Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων», που απονέμεται «για εξαιρετικές πράξεις και εξαίρετη ικανότητα σχετικά με τη διοίκηση και οργάνωση Μονάδας στο πεδίο της μάχης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου