Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ



'Eργο πλημμυρισμένο από «το φως κάθε δίκαιας πράξης»

Είκοσι χρόνια από το θάνατο του μεγάλου ποιητή


«Νικηφόρε, όσα τραγούδησες σε τραγουδάνε
 Ποτέ δε λείπεις
 Πάντα παρών στο πόστο σου
 στη μέσα πύλη της Ελλάδας, ορθός
 με τη λόγχη του στίχου σου
 ευγενικός δακρυσμένος φρουρός της Ποίησης και της Ελευθερίας».
Μ' αυτούς τους στίχους τελειώνει το ποίημα που έγραψε στις 25 Ιούνη 1974 ο Γιάννης Ρίτσος για να τιμήσει τον «μόνιμο συνομιλητή με τον ήλιο» ποιητή, φίλο και συναγωνιστή του Νικηφόρο Βρεττάκο. Εχοντας αφιερώσει τη ζωή και τη δημιουργία του στο μετερίζι της αλήθειας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος - αυτές τις μέρες (4/8) συμπληρώνονται 20 χρόνια από θάνατό του - υπήρξε μια από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Η ποίησή του, πλημμυρισμένη από βαθύ ανθρωπισμό, συνδυάζει το ρεαλισμό με τη λυρική έξαρση. Και μαζί μ' αυτά τη βαθυστόχαστη κριτική ματιά, με την απόλυτη συναίσθηση ότι ασκεί υπεύθυνα ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό λειτούργημα, το λειτούργημα του πνευματικού δημιουργού. Το φως που πλημμυρίζει το έργο του σαν έννοια και σαν λέξη, δεν ήταν για εκείνον μόνο το φως του ήλιου, αλλά και «το φως κάθε δίκαιας πράξης». Το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας του ανθίζει σε χρόνια δραματικά για τον τόπο μας, σε συνάρτηση με τη γενικότερη πορεία της ανθρωπότητας. Ο ίδιος πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο...Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη "μοίρα" του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους». Και αυτό το αποδεικνύει μέσα από το μεγάλο έργο του.
Με τον τρόπο του και τη μεγάλη ευαισθησία του παίρνει θέση απέναντι σε όσα συντελούνται γύρω του. Στα δύσκολα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης στάθηκε στο πλευρό του μαχόμενου λαού. Η ένοπλη ιμπεριαλιστική επέμβαση το Δεκέμβρη του 1944 και ο αγώνας του λαού της Αθήνας να διαφεντέψει τη μοίρα του τόπου γίνεται η πηγή έμπνευσης της μεγάλης ποιητικής του σύνθεσης «33 μέρες» - γραμμένη σε πεζό - που αποτελεί ύμνο στους αγώνες του θρυλικού λόχου φοιτητών «Λόρδος Βύρων».
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με παιδιά μουσικούς - χορωδούς του Πολιστιστικού Συλλόγου της γενέτειράς του. Φωτογραφία από το βιβλίο του Πέτρου Λιακάκου «Η Μικρή μας Πόλη» (Κροκεές - Λεβέτσοβα)

Όμως και αργότερα, κάτω από άλλες συνθήκες, οι σκέψεις, η αγωνία του ποιητή απέναντι στη βαριά «μοίρα» του άνεργου ή του εργάτη μέσα σ' ένα εκμεταλλευτικό σύστημα, βρίσκουν έκφραση σε στίχους όπως:
«Του εργοστασίου η πόρτα είναι από σίδερο. Εχει
στο μέσο δυο κάγκελα. Πίσω απ' τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ' έξω -
μια σειρά σταυρωμένα χέρια και πρόσωπα.
Κάνουν μια κίνηση όλοι μαζί,
στυλώνουν τ' αυτιά, κρατούν την ανάσα ν' ακούσουν.
"Μεσημέριασε. Ο κύριος διευθυντής δεν θα ρθει.
Αύριο πάλι. Πρωί. Πιο πρωί".
Και φεύγουν σκυφτοί. Περπατώντας, κοιτάζουνε γύρω τους,
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο - Οχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα χέρια τους». («Ανεργοι», 1959)
και
«...Πάνω του πέρασαν όλοι οι καιροί:
ο εργοδότης του, η φτώχεια του, ο πόλεμος.
Δεν πουλάνε γι' αυτόν τα καταστήματα τίποτα.
Δεν έχει μετά πού να πάει. Στους πέντε
περιφέρεται δρόμους της γης όταν κλείνει
το μαγαζί του ο ήλιος» («Στους πέντε δρόμους»)
Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ν. Βρεττάκου είναι το βαθύ μίσος για τον πόλεμο σε αντιδιαστολή με την απέραντη αγάπη του για την ειρήνη. Μια αγάπη - αληθινό πάθος - που σφραγίζουν μεγάλο μέρος της δημιουργίας του. Από τις πιο μεγάλες στιγμές της ποίησής του είναι το «Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη» και η συγκλονιστική ποιητική του σύνθεση «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ». Δημοσιεύτηκε το 1954, χρονιά δικαστικής δίωξης του κορυφαίου Αμερικανού φυσικού Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, γνωστού ως «πατέρα της ατομικής βόμβας» με χρήση ουρανίου, επειδή, έχοντας δει τον όλεθρο που έσπειρε η βόμβα του στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, αντιτάχθηκε στην απόφαση της πανίσχυρης «Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας» για κατασκευή και βόμβας υδρογόνου.

«Φίλε Οπενχάιμερ,
λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι,
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Τι να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Οπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος;
Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ; ...».

Αγωνιστής της ζωής, της ποίησης, της ειρήνης

Ο ποιητής «που η εσωτερική φύση του εκφράζει με λυρικό πλούτο και βασανιστική ανάλυση τον πόνο και την αδικία του κόσμου» (Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Λεξικό του Κρένερ) πρωτοείδε το φως το 1912 στις Κροκεές Λακωνίας. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του Πλούμιτσα, κάτω από τη σκέπη του Ταΰγετου κάτι που είχε καταλυτική επίδραση στην ψυχοσύνθεση και την ιδιοσυγκρασία του. Στα 17 του χρόνια φτάνει στην Αθήνα για σπουδές, όμως λόγω οικονομικής ανέχειας δεν τα καταφέρνει και αναγκάζεται να κάνει διάφορες περιστασιακές, χειρωνακτικές κυρίως δουλειές για να επιβιώσει. Παράλληλα, στρέφεται στη μελέτη από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον. Ηδη από το 1929 έχει κάνει την πρώτη εμφάνισή του στο χώρο της λογοτεχνίας, με τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων ποιημάτων του από τα μαθητικά του χρόνια, με τίτλο «Κάτω από σκιές και φώτα» (εκδόθηκαν το 1933). Το 1934 εργάζεται ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού στον Πειραιά, όπου γνωρίζει την μετέπειτα σύντροφο της ζωής του Καλλιόπη Αποστολίδη. Μαζί το 1935 εργάζονται στα Μεταξουργεία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Παράλληλα (μέχρι το 1940) εκδίδει έξι συλλογές, τις οποίες συγκεντρώνει στον τόμο «Γκριμάτσες του ανθρώπου».
Το 1940, στρατευμένος στην πρώτη γραμμή, κινδυνεύει να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Το 1941 μετά από τη διάλυση του Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Οι ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του «Το αγρίμι». Από το 1942 ως το 1944 συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, οργανώνεται στο ΕΑΜ και από το 1942 στο ΚΚΕ. «Νομίζω ότι εκείνον τον καιρό δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά απ' το να ενταχθείς στο ΚΚΕ. Ηταν το Κόμμα της θυσίας. Να σκεφτούμε μονάχα ότι από τους 650 της Ακροναυπλίας, έμειναν οι 50» είχε αφηγηθεί πολύ αργότερα στον «Ρ».
Το 1946 κι ενώ έχει προσληφθεί ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών Πειραιά υπογράφει τη διαμαρτυρία των Ελλήνων λογοτεχνών «Προς τη Δ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας». Δυο χρόνια αργότερα γνωρίζεται με τον Αγγελο Σικελιανό, φίλο του μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το 1946 ως το 1949 εργάστηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (αρχικά στη στήλη του βιβλίου, στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής).
Πολλές ήταν οι ποιητικές συλλογές του μέχρι το 1951, χρονιά που θεωρείται ως δεύτερο ορόσημο στη δημιουργική του πορεία κι εκδίδει το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του με τίτλο «Τα ποιήματα 1929 - 1951». Σ' αυτήν την περίοδο ανήκει η ποιητική συλλογή του «Πλούμιτσα» (1950), ενδεικτική της στροφής του Ν. Βρεττάκου από το λυρισμό στην απλή και έντονα δραματική γραφή.
Το 1954 η γυναίκα του απολύθηκε από τη θέση της στον ΟΛΠ λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. Ο ίδιος εκλέγεται στο Δήμο Πειραιά (1955 - 1959) και συμβάλλει στην πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957 ταξιδεύει στη Σοβιετική Ενωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη κ.ά., στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, προσκεκλημένος των σπουδαστών της Μόσχας. Στη Μόσχα γνωρίζεται με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκυ. Το βιβλίο «Ο ένας από τους δύο κόσμους», που κυκλοφορεί το 1958 μετά το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ, σε μια Ελλάδα αιχμάλωτη της δοσίλογης ολιγαρχίας και των ξένων συνεργατών της, γίνεται αφορμή να κατηγορηθεί ο Ν. Βρεττάκος (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509, νόμο με τον οποίο φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και εκτελέστηκαν χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές.
Στην τρίτη και ωριμότερη περίοδο της δημιουργίας του, ο Ν. Βρεττάκος επιχείρησε μια εξισορρόπηση των λυρικών και δραματικών στοιχείων στην υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του, όπως το συγκλονιστικό «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» που έγραψε το 1954.
Μετά το πραξικόπημα του 1967 ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Μπίρμιγχαμ, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα επέστρεψε με την πτώση της χούντας, το 1974.
Ο Ν. Βρεττάκος εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, την κριτική κ.ά. Για το έργο του, τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974), το βραβείο Knocken και το βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το βραβείο του τίμιου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1984), το μετάλλιο Χρυσός Πήγασος της Πανελλήνιας Ενωσης Λογοτεχνών (1989).
Υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού των Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1991).
Η καρδιά του, που τόσο αγάπησε τον άνθρωπο, σταμάτησε στις 4 Αυγούστου 1991, στο αγαπημένο του χωριό Πλούμιτσα, όπου είχε πάει με την οικογένειά του. Η κηδεία του έγινε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών με δημόσια δαπάνη.

Εργογραφία

Το κύριο έργο του Βρεττάκου είναι ποιητικό. Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν οι ποιητικές του συλλογές:
  • Κάτω από σκιές και φώτα (1929),
  • Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933),
  • Ο πόλεμος (1935),
  • Οι γκριμάτσες του ανθρώπου (1935),
  • Η επιστολή του Κύκνου (1937),
  • Το ταξίδι του Αρχάγγελου (1938),
  • Μαργαρίτα, εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939),
  • Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940),
  • Ηρωική Συμφωνία (1944),
  • 33 Ημέρες (1945),
  • Η παραμυθένια πολιτεία (1947),
  • Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949),
  • Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949),
  • Τα θολά ποτάμια (1950),
  • Πλούμιτσα (1951),
  • Εξοδος με το άλογο (1952),
  • Γράμμα στον Ρ. Οπενχάιμερ (1954),
  • Τα ποιήματα 1929 - 1951 (1956),
  • Ο χρόνος και το ποτάμι (1957),
  • Η μητέρα μου στην εκκλησία (1957),
  • Βασιλική Δρυς (1958),
  • Το βάθος του κόσμου (1961),
  • Αυτοβιογραφία (1961),
  • Εκλογή (επιλογή από τις προηγούμενες συλλογές 1965),
  • Οδοιπορία (συνολική έκδοση του ποιητικού του έργου σε 3 τόμους, 1972),
  • Διαμαρτυρία (1974),
  • Ωδή στον ήλιο (1974),
  • Το ποτάμι Μπόες και τα εφτά ελεγεία (1975),
  • Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976),
  • Ανάριθμα (1979),
  • Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (1981) κ.ά.
Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία και την κριτική.
Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν τα πεζά έργα του:
  • Το γυμνό παιδί (1939),
  • Το αγρίμι (αυτοβιογραφία, 1945),
  • Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949),
  • Ο ένας από τους δύο κόσμους (1958),
  • Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του (1959),
  • Οδύνη (μυθιστόρημα στα αγγλικά, Νέα Υόρκη, 1969),
  • Μπροστά στο ίδιο ποτάμι (1972),
  • Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής (1979) κ.ά.
                                             
                                                                                          Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου