Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Πρωτοχρονιά τώρα και ...τότε

    
  Η Πρωτοχρονιά του 2011 έφτασε λαμπερή κι υπέροχη κι όπως ξημέρωσε σήμερα μια τέτοια μέρα μακάρι να ξημερώσουν κι άλλες για όλο το κόσμο.
  Ας επικρατήσει παντού ειρήνη κι αγάπη. 

  Ας υπάρχει υγεία και χαρά σ' όλους τους ανθρώπους, σ' όλους τους λαούς της γης. 
  Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται πέρα από ευχές και μεγάλα λόγια, η ουσιαστική συστράτευση όλων όσων κατανοούν την αναγκαιότητα για τη ανατροπή της σημερινής βαρβαρότητας και τη δημιουργία μιας άλλη κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση.
 Αξίζει όμως να θυμηθούμε, πως έζησαν και πως πέθαναν κάποια απ' τα καλύτερα παιδιά της Ελλάδας, μια άλλη ηλιόλουστη πρωτοχρονιά, πριν από 66 χρόνια, όταν οι σημερινοί επικυρίαρχοι κεφαλαιοκράτες μαζί με τους προδότες των γερμανών και τους αποικιοκράτες Άγγλους, ματοκύλισαν το λαό και τη νεολαία της Αθήνας και του Πειραιά κι έβαλαν τις βάσεις της πιο άγριας εκμετάλλευσης που συνεχίζεται αδιάκοπα από τότε μέχρι σήμερα.
  Ας πάρουμε τα χρήσιμα διδάγματα εκείνης της εποχής κι ας παλέψουμε για τη δημιουργία μιας νέας Ελλάδας.


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ του 1945


  "Σήμερα έσβησε ο χρόνος και μαζί του πήρε πολλούς από τους συντρόφους μας" έγραφε στο ματωμένο ημερολόγιο τη μέρα της πρωτοχρονιάς του 1945 ένας φοιτητής ελασίτης του λόχου λόρδος βύρωνας, κρατώντας το όπλο έτοιμο να αντικαταστήσει το στυλογράφο του.

  Όλη τη νύχτα το κανονίδι από το λυκαβηττό δεν είχε σταματήσει. Ακούγαμε στη σιωπή της νύχτας τις οβίδες να σφυρίζουν. Το σκάσιμό τους υπόκωφα ερχόταν πέρα απ’ τους ποδαράδες. Τα ξημερώματα άρχισε η μεγάλη επίθεση. Ένα πυκνό σύννεφο από καπνούς και σκόνη τύλιγε τα εξάρχεια.

  Μας χτυπούσαν απ’ όλες τις μεριές με όλμους. Πήραμε ο καθένας τη θέση του και περιμέναμε. Η διμοιρίτισσά μας κρατούσε κοντά στο παράθυρο το πολυβόλο. Τα πράσινα μελαγχολικά της μάτια είχαν μια αυστηρότητα. Πλάι της ο ερρίκος με το αυτόματο στο χέρι. Η ελένη δεν ήθελε να χαλάσει το κέφι της. Βάλθηκε να πειράζει μια κοπέλα που χτες το βράδυ παραμιλούσε στον ύπνο της κι ονειρευόταν πως την είχαν πιάσει αιχμάλωτη οι νάνοι. Βλέπαμε τους ελασίτες στο δρόμο να τρέχουν. Αύξαινε η μάχη κι οι όλμοι γύρω όργωναν.  Γκρέμιζαν τα σπίτια και ξάπλωναν νεκρούς τους στρατιώτες και τα παιδάκια. Είχε περάσει το μεσημέρι όταν μπροστά μας βρέθηκαν δύο μεγάλα τανκς. Μας είχαν κυκλώσει. Τους ρίξαμε χειροβομβίδες, τυλιγμένες γύρω-γύρω με δεσμίδες από δυναμίτη, σε σχήμα μπουκάλας. Το πολυβόλο και τα αυτόματά μας ρέκασαν και τους χούγιαζαν με τον ανασαμό τους. Ξέρασαν απάνω τους το καυτό τους μολύβι, μα κείνα στέκαν και κοίταζαν.

  Γύρισαν τις μπούκες των κανονιών τους προς το μέρος μας και περίμεναν. Και τότε έγινε μια σιγή γύρα. Σκαρφάλωσε ο θάνατος απ’ τους τοίχους, κρεμάστηκε απ’ το μπαλκόνι και τα παράθυρα και βάλθηκε να μας κοιτάζει επίμονα τόσο που στο τέλος ζαλιστήκαμε και δεν ξέραμε αν ήταν τα μάτια του ή οι μπούκες των κανονιών που μας κοίταζαν. Είμαστε όλοι νέοι και ανάμεσά μας βρίσκονταν κορίτσια. Με γλυκά μάτια, πλούσια μαλλιά, με σώμα στητό, γεμάτο ζωή. Η μέρα απ’ έξω όμορφη, γεμάτη φως, μας έστελνε τους χαιρετισμούς της.
-Θα πέσουμε όλοι ως τον τελευταίο, είπαμε.
Ένα χουνί ακούστηκε από κάτω:
-Στρατιώται του ελας παραδοθείτε! Είν’ άσκοπο να συνεχίσετε τον αγώνα. Εγγυόμαστε για τη ζωή σας.
Και μεις απαντήσαμε:
-Δεν είμαστε στρατιώτες. Είμαστε φοιτητές που τα’ αφήσαμε τα βιβλία κι ήρθαμε να πολεμήσουμε στο πλευρό του λαού μας. Οι αγωνιστές του λαού ποτές δεν παραδίνονται.
Και ξανά το χουνί από κάτω:
-Μισή ώρα προθεσμία έχετε! Σκεφτείτε αν θέλετε να βγείτε ζωντανοί από εδώ μέσα!
Μα καμιά απάντηση δεν τους ήρθε,

  Με το ρολόι στο χέρι περιμέναμε. Μπήκε ανάμεσά μας μια παγερή σιωπή και μας βάραινε τα στήθια. Τα μάτια όμως δείχνουν πως δεν φοβούνται.

  Μπαίνει ο ήλιος πλούσιος απ’ τα παράθυρα και μας λούζει. Κι όλα λένε: πώς να ξάφνου ένα πουλάκι θα καθίσει στο τραπέζι και θα αρχίσει το τραγούδι. Έτσι σαν τα χρόνια τα παληά! Κουράστηκε το κανόνι να στέκει βουβό και βιάστηκε να μιλήσει. Ήταν σα να βούλιαζε στα πόδια μας η γης και σαν να κυλούσαμε σε ένα χάος. Τα αυτιά μας πονούσαν. Και τότε ακούστηκε το τραγούδι. Το άρχισε η ελένη και το τελειώσαμε με τις αντρίκειες μας φωνές.
 
Εμπρός ελάς για την ελλάδα
Το δίκιο και τη λευτεριά

  Σταματούν οι σιδερένιες μηχανές σαν νάχουν ανθρώπινη καρδιά και σα να νοιώθουν. Ξανά μας μια το χουνί, μα πνίγεται η φωνή του. Στάθηκε κι ο ήλιος από ψηλά να μας κοιτάζει. Το βράδυ θα χει να πει τόσα πολλά στα άλλα τα αστέρια.

-Εκεί σε μια γωνιά της γης, οι άνθρωποι σηκώθηκαν πιο πάνω κι από τη μοίρα. Πολεμούν και πεθαίνουν τραγουδώντας!

  Περνά η ώρα και ξαναρχίζει το κανονίδι. Γκρεμίζονται οι τοίχοι και πρώτη που φεύγει από κοντά μας είναι η ελένη. Της πήρε ένα βλήμα το δεξί χέρι μαζί με τον ώμο. Έπειτα από λίγο χτυπιέται κι ο ερρίκος στο στήθος. Μα το είπαμε, θα πεθάνουμε ως τον τελευταίο.

-Θα πρέπει να βαστάξουμε ως τη νύχτα, μας λέει η διμοιρίτισσα, το σπίτι είναι γερό θα ανθέξει. Πρέπει με τα αυτόματα να κρατούμε μακριά τους στρατιώτες. Να μην τους αφήσουμε να ζυγώσουν. Τη νύχτα θα ανοίξουμε τρύπες στους τοίχους και θα φύγουμε από τα γύρω σπίτια.

  Όλη τη μέρα τα εξάρχεια είναι πνιγμένα στον καπνό της μάχης. Κρατάμε το σπίτι ως το βασίλεμα του ήλιου. Ακούμε σε λίγο τις αλυσίδες των τανκς που φεύγαν. Είχαμε νικήσει. Οκτώ σκοτωμένοι ανάμεσά μας. Η κοπέλα που χτες παραμιλούσε στον ύπνο δε θα φοβάται πια τους νάνους. Έπεσε σε έναν ύπνο γλυκό, αιώνιο με το τραγούδι στα χείλη.

 
Κείμενο του Θ. Χατζή, συγγραφέα, Γ.Γ. του Ε.Α.Μ.

1 σχόλιο:

  1. Πολύ καλό σχόλιο. Κάποτε υπήρχαν άνθρωποι που έδιναν ακόμη και τη ζωή τους για τις ιδέες τους και τα πιστεύω τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή