Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ Τραγούδησε το παράπονο και τις αγωνίες του λαού


Δέκα χρόνια από το θάνατο του λαϊκού βάρδου

«Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Η κοινωνία με κατακρίνει», «Απόκληρος της κοινωνίας», «Γυάλινος κόσμος», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Το ψωμί της ξενιτιάς», «Βράχο βράχο», «Καημός», «Παράπονο», «Μετανάστης», «Σαββατόβραδο», «Εχω μια αγάπη», «Κυρ - Αντώνης», «Κουρασμένο παλικάρι», «Το πέλαγο είναι βαθύ», «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια»...
Αμέτρητα τα τραγούδια, που σφράγισε με την απέραντη, εκφραστική φωνή του ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο τραγουδιστής - θρύλος του λαϊκού μας τραγουδιού, από το θάνατο του οποίου σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια (14/9). Φωνή - σύμβολο μιας κοινωνίας που μαστιζόταν από τις μετεμφυλιακές διώξεις και τη φτώχεια κι αιμορραγούσε από τη μάστιγα της ξενιτιάς τραγούδησε τα πολλά βάσανα και τις λιγοστές χαρές του λαού, τον καημό και την ελπίδα, την αγωνία και τους πόθους του, όλα αυτά που τον «έκαιγαν».
Η γεμάτη, ογκώδης, εκφραστική φωνή του διέθετε όλα αυτά τα χρώματα και τα προσόντα που χρειαζόταν το λαϊκό τραγούδι για να εκφραστεί. Το λαϊκό τραγούδι, που μέχρι τότε ήταν κυρίως ερωτικό, με τη φωνή του Στέλιου έγινε και κοινωνικό. Εξάλλου, αυτό απαιτούσε η εποχή που βγήκε στο τραγούδι, οι συνθήκες που επικρατούσαν. Το 1952 που εμφανίστηκε στη δισκογραφία, μόλις έκλεινε η μαύρη δεκαετία του '40, του πολέμου, της Κατοχής, της φρίκης, της πείνας και της ταξικής σύγκρουσης του Εμφυλίου. Συνεχίζονταν όμως τα κυνηγητά, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι καταδίκες και εκτελέσεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Το κλίμα της εποχής δεν σήκωνε χαρούμενα τραγούδια. Ο γεννημένος στην προσφυγούπολη - εργατούπολη Νέα Ιωνία τραγουδιστής με την υπέροχη φωνή, τραγουδά εκείνα που βιώνει ο λαός, που έχει βιώσει και ο ίδιος. Ορφανός από πατέρα, στην αρχή της εφηβείας του, αναγκάζεται να κάνει όλες τις δουλειές του ποδαριού, προκειμένου να ζήσει τη μητέρα του και το νεογέννητο αδελφό του: Αχθοφόρος και μικροπωλητής στις αγορές και λίγο αργότερα, κάτω από αντίξοες συνθήκες σε οικοδομές και εργοστάσια της Ν. Ιωνίας... Η θητεία του στα βιοποριστικά επαγγέλματα του δρόμου, στις οικοδομές και στα εργοστάσια του δίνει ένα επιπλέον εφόδιο για να γίνει ο γνησιότερος εκφραστής πολλών εργατικών τραγουδιών, ενώ η συνεργασία του με λαϊκούς στιχουργούς και συνθέτες γεννά μια σειρά τραγουδιών κοινωνικής καταγγελίας. Τραγουδάει τη φτώχεια, την ένοχη κοινωνία, την αδικία, το χάρο, τα βάσανα, τις στεναχώριες, τους καημούς, τις καταδίκες, τους μελλοθάνατους. Τον πόνο της μάνας και της ξενιτιάς, την αγάπη και το χωρισμό... Με την πονεμένη ερμηνεία του μπαίνει στις ψυχές ενός βασανισμένου και πονεμένου λαού. «Λαϊκός τραγουδιστής», έλεγε ο ίδιος, «είναι αυτός, που εκφράζει τα προβλήματα, τα παράπονα και τις αγωνίες του απλού κόσμου. Πρέπει να βγάζει από μέσα του πόνο για να απαλύνει τον πόνο αυτών που τον ακούνε. Γιατί, κακά τα ψέματα, λαϊκό τραγούδι σημαίνει πόνος».
Θρυλική πορεία
Η αρχή της μεγάλης πορείας του Στ. Καζαντζίδη γίνεται με τις «Βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, τραγούδι γραμμένο από τον συνθέτη για να το τραγουδήσει ο Καζαντζίδης και να κυκλοφορήσει σε δίσκο, παρά τις απειλές του διευθυντή της «Columbia», ο οποίος είχε «κλειδώσει» στο «συρτάρι» του τη φωνή του τραγουδιστή και δεν άφηνε κανέναν να την αξιοποιήσει. Η αποτυχία του πρώτου του δίσκου με το τραγούδι του Απ. Καλδάρα «Για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα» επέβαλε από την εταιρεία την εξαφάνιση του ερμηνευτή. Η επιμονή όμως του Παπαϊωάννου, η πίστη του στη μεγάλη φωνή του Καζαντζίδη έφερε όχι μόνο την επιτυχία, αλλά έβγαλε και στο προσκήνιο έναν μεγάλο λαϊκό βάρδο. Ο Καζαντζίδης εμφανίζεται σε διάφορα λαϊκά κέντρα της εποχής, γνωρίζεται με την Καίτη Γκρέυ, με την οποία ερμήνευσαν και το «Απόψε φίλα με» του Μανώλη Χιώτη (1956), ενώ από τα τέλη του ίδιου χρόνου συνεργάζεται με τη Μαρινέλλα. Μαζί καθιερώνουν ένα νέο στιλ στο πάλκο και τη δισκογραφία και στα χρόνια που ακολουθούν μέχρι το 1965 βρίσκονται στο προσκήνιο του τραγουδιού. Οι επιτυχίες εκατοντάδες, οι προτάσεις έρχονταν από παντού. Τραγουδούν μαζί σε δίσκους, κέντρα, θέατρα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό: Από την «Τριάνα» στο «Κάρνεγκι Χολ» της Ν. Υόρκης και από τον «Κουλουριώτη» στην Οπερα της Φραγκφούρτης. Στη δισκογραφία η επιτυχία του πολύ μεγάλη. Μέσα σε μια χρονιά, το 1959, το δισκάκι 45 στροφών με τη «Μαντουμπάλα» στη μια πλευρά και το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», στην άλλη, πούλησε 96 χιλιάδες αντίτυπα. Απόλυτος κυρίαρχος στο λαϊκό τραγούδι μέχρι το '65, ο Στ. Καζαντζίδης ερμηνεύει κοινωνικά τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονταν στην ξενιτιά. Παράλληλα, συμμετέχοντας στο «τοπίο» του εξωτισμού, τραγουδά για εξωτικές γυναίκες με παράξενα ονόματα: Μαντουμπάλα, Ζιγκουάλα, Μανώλια...Το 1962, για τις ανάγκες της παράστασης «Ομορφη πόλη» του Μ. Θεοδωράκη, σε κείμενα Μποστ, στο Θέατρο «Παρκ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, σμίγουν για πρώτη και τελευταία φορά στο ίδιο μικρόφωνο οι φωνές του Στ. Καζαντζίδη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Στην 50χρονη καλλιτεχνική πορεία του, ερμήνευσε τραγούδια όλων των μεγάλων δημιουργών: Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καλδάρα, Παπαγιαννοπούλου, Δερβενιώτη, Βίρβου, Κολοκοτρώνη, Καραπατάκη, Μπακάλη κ.ά., ενώ έγραψε και δικά του τραγούδια. Σταθμοί στην πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη υπήρξαν οι συνεργασίες του με τους «έντεχνους» δημιουργούς Μίκη Θεοδωράκη, Χρήστο Λεοντή, Μάνο Χατζιδάκι, Μάνο Λοΐζο, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο - πολλές μαζί με τη Μαρινέλλα. Μοναδικές είναι οι ερμηνείες του στην «Καταχνιά», το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του - πολύ νέου τότε - συνθέτη Χρήστου Λεοντή, βασισμένο στους στίχους του Κώστα Βίρβου, που είχε ως θέμα του το τρίπτυχο «Κατοχή - Αντίσταση - Απελευθέρωση». Ανάμεσα στα τραγούδια το συγκλονιστικό «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια/ τον ήλιο π' ανατέλλει να χαρώ/ κι αν κάνετε τα στήθια μου κομμάτια/ εσείς πεθαίνετε κι όχι εγώ...». Ανάλογες είναι και οι ερμηνείες του στην «Πολιτεία» του Μ. Θεοδωράκη, με τα αθάνατα «Βράχο βράχο», «Καημός», «Παράπονο», «Μετανάστης», «Σαββατόβραδο», «Εχω μια αγάπη», καθώς και στις συνθέσεις του Μ. Χατζιδάκι «Αθήνα», «Κυρ - Αντώνης», «Κουρασμένο παλικάρι», «Το πέλαγο είναι βαθύ». Το 1974 ηχογράφησε το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Στην Ανατολή», δίσκο σημαντικό, που όμως θάφτηκε από το μάρκετινγκ.
Αποχώρηση ...διαμαρτυρίας
Από τη δεκαετία του '60 ακόμη, ο Στ. Καζαντζίδης συγκρούστηκε με το κατεστημένο των δισκογραφικών εταιρειών και τη νύχτα. Ουσιαστική αφορμή της αποχώρησής του από το πάλκο, υπήρξε η αλλαγή των συνθηκών στα νυχτερινά κέντρα, που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον νεοπλουτισμό. «Οσο ζω δε θα ξανατραγουδήσω σε κέντρο», είχε πει το 1965 και αυτή τη δέσμευση την τήρησε για όλα τα μετέπειτα 35 χρόνια. Η αποχώρησή του από το πάλκο, σε μια εποχή όπου μεσουρανούσε και κέρδιζε το μεγαλύτερο μεροκάματο, αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας που τα επόμενα χρόνια θα σάρωναν τα πάντα στο χώρο του τραγουδιού και της διασκέδασης για να επιβάλουν τους δικούς τους νόμους, προετοιμάζοντας την εποχή του πολυεθνικού μάρκετινγκ... Από τότε η επαφή του με τον κόσμο γίνεται μόνο μέσα από μικρούς δίσκους 45 στροφών. Προσπαθώντας να φύγει από την «Odeon - Parlophone - Megaphone» του Μάτσα (κατοπινή «Μίνως»), στην οποία πήγε αφήνοντας την «Κολούμπια», δημιούργησε τη δική του εταιρεία, την «Standard», που έκλεισε μετά από μικρό διάστημα λειτουργίας, ενώ ηχογράφησε και λίγα τραγούδια στη μικρή τότε «Philips». Αναγκάζεται να γυρίσει στη «Μίνως» κι όλες του οι ηχογραφήσεις στη δεκαετία του '70 γίνονται εκεί. Το 1976 κι ενώ έχει γνωρίσει μεγάλη επιτυχία με το δίσκο «Υπάρχω», η φωνή του Καζαντζίδη μπαίνει σε καραντίνα εντεκάμισι χρόνων, με δικαστικές αποφάσεις. Ο μεθοδευμένος και εξουθενωτικός για το λαϊκό τραγουδιστή πόλεμος, που εκπορευόταν από τις δισκογραφικές εταιρείες, τον κρατά έξω από τα στούντιο, στην πιο ώριμη περίοδο της καριέρας του. «Χρόνια ολόκληρα με βασάνιζαν οι εταιρείες. Μου τσάκισαν την ψυχολογία», έλεγε. Το δεσμευτικό συμβόλαιό του λύθηκε μόλις το 1987.
Ο λαϊκός βάρδος, που χαρακτηρίστηκε ως ο τελευταίος «Μέγας Ανατολικός», υπήρξε ίσως ο ισχυρότερος υπερασπιστής της συλλογικής ανάγκης για ένα λαϊκό τραγούδι - προέκταση του δημοτικού και ρεμπέτικου, για ένα ρεπερτόριο που δεν απαρνήθηκε τις ανατολίτικες καταβολές του, ούτε τα ταξικά του σύμβολα και λειτουργίες. Τελευταίο του τραγούδι, το «Ερχονται χρόνια δύσκολα» του Μάκη Ερημίτη: 
«Ερχονται χρόνια δύσκολα/ γεμάτα καταιγίδες/ κι εμείς του κόσμου θύματα/ μ' ατέλειωτα προβλήματα και λιγοστές ελπίδες. 
Ερχονται χρόνια δύσκολα/ τα πάντα άνω - κάτω/ ο κόσμος είναι ανάστατος/ κι εμείς πληγές γεμάτο. 
Φονιάδες μονοπώλια/ παντού φωτιές ανάβουν/ μας καίνε, μας δικάζουνε/ και την ψυχή μας βγάζουνε/ και ζωντανούς μας θάβουν. 
Ποδοπατούν αλύπητα τ' ανθρώπινο το σώμα/ στο άγνωστο βαδίζουμε/ κι όνειρα πια δεν χτίζουμε/ μας κλείνουνε το στόμα».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου